
Για να μας πάει ο Προκόπης μέχρι το Δάσος στο
Χαϊδάρι που έμενε η θεία μου -Κυριακές απομεσήμερα συνήθως- έπαιρνε ένα εικοσάρικο. Δεν ήταν ταξιτζής, ο μπακάλης της γειτονιάς ήτανε, αλλά πού και πού εξυπηρετούσε με το κρεμ OPEL station κάποιους από τους πελάτες στις μετακινήσεις τους. Μεσοτοιχία με την κουμπάρα ήταν το μπακάλικο στη γωνία της
Νυμφαίου, είχε και άπλα μπροστά στο
πεζοδρόμιο με τις μπουκάλες υγραερίου, εκεί παραδίπλα που -βραδιές του καλοκαιριού- ψήνανε τσίρο με αναμμένη εφημερίδα οι πατεράδες μας για να συνοδέψουν το ουζάκι τους. Μπροστά στο μπακάλικο, καθισμένοι στο πεζούλι, στα τελάρα και μ' ένα άδειο βαρέλι φέτας για τραπέζι, με δυο ελιές, μια σαρδέλα, λίγο κεφαλοτύρι και πολύ διάθεση για κουβέντα, για πειράγματα, για να πάρουν μια ανάσα ξενοιασιάς.
Ο Προκόπης ήταν πολύ ταχτικός και νοικοκύρης στο μαγαζί του -ούτε που θυμάμαι πώς βρέθηκε στη γειτονιά, μα δεν έχει και τόση σημασία- και το είχε πάντα καθαρό και στην εντέλεια. Δίπλα στο πάγκο με το ταμείο δέσποζε το ογκώδες -μάλλον στα μάτια μου- ψυγείο γεμάτο με όλων των λογιών τα σαλάμια και τις μουρταδέλες. Με όλα τα τυριά του κόσμου, άλλα στρογγυλά, άλλα κίτρινα, άλλα άσπρα, άλλα με τρύπες και τα λαχταριστά για μένα τρίγωνα μαλακά τυράκια monte bianco. Τη φέτα για να την πιάσει έκανε μια τεραααααάστια επίκυψη στο πίσω μέρος του ψυγείου κι ύστερα αναδυόταν κρατώντας την με μαστοριά πάνω στο πλακέ μαχαίρι -ποτέ δεν ψώνισε η μάνα μου πάνω από τέταρτο...
Τα όσπρια, τη ζάχαρη και τα ζυμαρικά τα είχε σε βαρελάκια μπροστά από τον πάγκο. Σε κάθε βαρέλι είχε καρφωμένο πάνω σ' ένα ξυλάκι χαρτονάκι -ένα πάτο από κουτί τσιγάρα συνήθως- που έγραφε τις τιμές. Πάνω στα ξύλινα ράφια, που ήταν γεμάτοι γύρω-γύρω οι τοίχοι, είχε τις κονσέρβες, τα μακαρόνια, τα γάλατα, τους μπελτέδες, τα ROL, τις χλωρίνες και τα ΑVΑ κι όλα τα τυποποιημένα προϊόντα της εποχής. Πιο πέρα, σε μια γωνιά, είχε τα τελάρα με τις πορτοκαλάδες και τις μπύρες, τα μεγάλα βαρέλια με το λάδι Καλαμών, τα δοχεία με το πετρέλαιο και το οινόπνευμα. Πάνω στον πάγκο, εκεί δίπλα από τη ζυγαριά είχε και τις σοκολάτες «αμυγδάλου ΙΟΝ» μαζί με το βάζο με τις καραμέλες «τσάρλεστον» -τα ζαχαρωτά λουκουμάκια- που τρέλαιναν τον ουρανίσκο, όσες φορές δεν είχε να μας δώσει ρέστα τις δυο - τρεις δεκάρες ή το πενηνταράκι του λογαριασμού.
Τις καθημερινές οι γυναίκες μπαινοβγαίνανε για ψώνια από νωρίς το πρωί και τα Σαββατόβραδα οι πιο πολλοί άντρες -με το βδομαδιάτικο στην τσέπη- πήγαιναν και τακτοποιούσαν τις εκκρεμότητες, που ο Προκόπης έγραφε στο μπλε τετράδιο που έκρυβε -όπως είχα δει- μέσα σ' ένα συρτάρι. Δεν το μπορούσαν όλοι βέβαια, γιατί για κάποιους άκουγα πως τα χρέη τους έτρεχαν «πιο πολύ από την ταχεία της Πελοποννήσου» και πως ο Προκόπης στεναχωριόταν κι ήθελε να τους «κόψει το βερεσέ». Τα ψώνια γίνονταν σχεδόν κάθε μέρα, γιατί το βαλάντιο δεν επέτρεπε ν' αγοράσεις μεγάλες ποσότητες, αλλά -απ' την άλλη- «το μπακάλικο» αποτελούσε και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να συναντηθούν οι ασχολούμενες με τα «οικιακά» γειτόνισσες για πρωινό κους κους, ενώ για τις νεότερες και ανύπαντρες ήταν ευκαιρία -γιατί όχι;- να το συνδυάσουν και με το κόρτε στον Προκόπη, που ήταν «ελεύθερος» και «μια χαρά τακτοποιημένο παιδί»...
Δεν μιλούσαν για ακρίβεια τότε. Δεν γκρίνιαζαν για τις ανατιμήσεις ειδών πρώτης ανάγκης. Δεν βαρυγκωμούσαν γιατί ακρίβυναν κι άλλο τα ποτά και τα τσιγάρα. Δεν διαμαρτύρονταν για το αδειανό καλάθι της νοικοκυράς. Όλα είχαν το μέτρο και την αξία τους. Τα προϊόντα, οι αγορές, ο κόσμος, οι άνθρωποι, τα συναισθήματα, ο χρόνος. Καθένας είχε το ρόλο του και τη θέση του. Ο Προκόπης, ο πατέρας, η κουμπάρα, εγώ, η θεία, οι καραμέλες, τα τυριά, οι μπουκάλες υγραερίου.
Ο συνεκτικός κρίκος των ανθρώπων που ζούσαν δίπλα, στο σπίτι, στη γειτονιά, στην πιο κάτω γειτονιά και στον παραπάνω δρόμο -Κομνηνών θαρρώ τον λέγανε- αλλά και στο Δάσος και την Πετρούπολη, ήταν ένας: Η επιβίωση της οικογένειας. Μα, κοινός παρανομαστής για όλους αυτούς τους βιοπαλαιστές, υπαλλήλους, μεροκαματιάρηδες, επαγγελματίες, νοικοκυρές, μοδίστρες και κομμώτριες ήταν ένας: Η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Δεν ξέρω τι απέγινε ο Προκόπης. Το «Δάσος Χαϊδαρίου» έμεινε μόνο στα λόγια. Με την κουμπάρα χαθήκαμε στις μετακινήσεις της κοινωνικής ανέλιξης. Το τετράδιο με τα βερεσέδια το κουβαλάμε μες στο πορτοφόλι. Τα Σάββατα -έγινε συνήθεια πια- βγαίνει σεργιάνι η καταναλωτική μας ψυχοθεραπεία -shopping therapy κατά το κοινώς λεγόμενο- ανάμεσα σε ράφια με κονσέρβες και σαπούνια. Μπερδεύω πια μάρκα μακαρόνια Νο 6 ν' αγοράσω και παρατάω στο ταμείο τα ρέστα των 0,05 ευρώ.
Γκρινιάζουμε για όλα. Διαμαρτυρόμαστε με το παραμικρό. Μας φταίνε πάντα οι άλλοι. Ο δίπλα, ο απέναντι, το κράτος, ο Ολυμπιακός, οι Τούρκοι, η λακκούβα, ο Γιωργάκης, ο Φ.Π.Α. Κατακρίνουμε τους υπουργούς μπροστά στις τηλεοράσεις και τους ξαναψηφίζουμε μπροστά στις κάλπες. Πετάμε τα σκουπίδια μας όπου βρούμε και τις Κυριακές τρέχουμε στις δεντροφυτεύσεις του ΣΚΑΪ. Γίναμε είδωλα και εικόνες ενός κόσμου που φτιάξαμε με τα ίδια μας τα χέρια. Χάθηκε ο μπούσουλας του εαυτού μας, της ζωής μας, της κοινωνίας μας.
Ποιος είναι άραγε ο συνεκτικός κρίκος όλων εκείνων που γεμίζουν βιαστικά κι αχόρταγα τις πλαστικές σακούλες ή αδειάζουν φιλάρεσκα το καρότσι τους μπροστά μου τσεκάροντας αν ξέχασαν κάτι ή αυτών που ψάχνουν στα κατεψυγμένα με το κινητό στ' αυτί, μήπως η επιβίωση της οικογένειας; Αλλά ποιος είναι κι ο κοινός παρανομαστής, για τον πενηντάρη με τη ροδακινί φόρμα που αλωνίζει στα ράφια, για τη γιαγιά με τα τρία πακετάκια στο ταμείο express, για την ταμία, για τον μεταφορέα, για μένα, για την καθαρίστρια, για τον προϊστάμενο, για την κυρία με το λαχανί ταγιέρ και το κατακόκκινο νύχι, για τον παρκαρισμένο πάνω στο κράσπεδο με τα αλάρμ ν' αναβοσβήνουν; Όχι -διαισθάνομαι- η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο...