Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

ΤΟ ΠΑΡΤΙ

Τέτοιες μέρες οι προετοιμασίες ήταν στο φόρτε τους. Η διακόσμηση του χώρου, οι προσκλήσεις, οι προμήθειες μαζί με την αδημονία, την αγωνία και τη χαρά έστηναν, όσο πλησίαζε η 25η Μαρτίου, το σκηνικό της γιορτής. Παράδοση που διαμορφώθηκε αυθόρμητα χρόνο με το χρόνο και στόμα με στόμα, το «πάρτι του Βαγγέλη» ήταν από τα γεγονότα της μαθητικής μας ζωής.
Αυτή η αίσθηση μ’ έκανε κάθε φορά ν’ αναζητάω πρωτότυπες ιδέες και ξεχωριστά σασπένς για να εντυπωσιάσω και να ευχαριστήσω τους καλεσμένους –αλλά και τους απρόσκλητους– φίλους, γνωστούς και συμμαθητές. Λύσεις απλές κι ανεπιτήδευτες, γεμάτες με το μεράκι τη φαντασία και τον ενθουσιασμό της ηλικίας. Πότε τα πορτρέτα του «ΦΑΝΤΑΖΙΟ» επιστρατεύονταν, πότε χρωματισμένα πλαστικά μπουκάλια από γάλα κρέμονταν απ’ το ταβάνι, πότε μπαλόνια και γιρλάντες από τοίχο σε τοίχο και πότε αυτοσχέδιες αφίσες με συνθήματα έδιναν γιορταστικό χρώμα στη βραδιά, που –απαραιτήτως– αποχτούσε μοναδική ψυχεδέλεια κι από τις ρυθμικές αναλαμπές του φωτορυθμικού.
Αν το πριν είχε τη γοητεία της αναμονής και την ένταση της προετοιμασίας, ανήμερα το βράδυ γινόταν κάθε φορά ο χαμός. Αγόρια και κορίτσια με τη συστολή –στην αρχή– και την αμηχανία στις κινήσεις, απελευθέρωναν όλη τους την ενέργεια και τη θέρμη και με την ανυπόκριτη τρυφερότητα κι αγάπη τους, μ’ έκαναν να νοιώθω δημιουργός σε κάποιες απ’ τις πιο σημαντικές βραδιές τους. Η θέση του ντιτζέι –με δισκάκια ρεφενέ– αποτελούσε σχεδόν πάντα το μήλον της έριδος μεταξύ του Πάνου και του Νίκου. Απ’ την άλλη, η πληθωρική Σούλα πάντα εύρισκε τον τρόπο ν’ αποτελεί το μήλον της έριδος για όλα τ’ αρσενικά του πάρτι. Πού χωρούσαν τόσοι άνθρωποι ήταν απορίας άξιο –η λέξη «συνωστισμός» τότε νομίζω ανακαλύφθηκε– αφού παρά το παραμέρισμα των επίπλων και την υποτυπώδη διαμόρφωση του χώρου, το διαμέρισμα εξακολουθούσε να είναι στενό για τις ανάγκες της βραδιάς. Το λιγοστό βερμούτ έλυνε τον κόμπο και δρόσιζε όπως-όπως τα άμαθα λαρύγγια μας, ξεκολλώντας τα απ’ την κάψα του σέικ και της κάπνας. Μόλις «έπεφτε» –μαζί με το φωτισμό– ο Christophe στο πικάπ η αδρεναλίνη χτύπαγε κόκκινο κι η καρδιά χίλιες φορές το δευτερόλεπτο. Μπλουζ! Όλες οι αισθήσεις σε επιφυλακή κι ο άγουρος ερωτισμός στην κορύφωσή του.

Τα περισσότερα κορίτσια που τότε λαχταρούσαμε να τα κρατήσουμε έστω για ένα μπλουζ στην αγκαλιά μας, έχουν χορέψει με άλλους συντρόφους πια το χορό του Ησαΐα, ενώ ο Πάνος, ο Νίκος κι οι άλλοι φίλοι σκόρπισαν στων καιρών το φυλλορρόημα και στης ζωής τις διαδρομές. Το ουίσκι –πλέον– ρέει άφθονο, όπως συναθροιζόμαστε σε βολικά κι ευρύχωρα σαλόνια με μεζέδες, λιχουδιές και καθώς πρέπει δώρα κι ο κόμπος που μου πνίγει τελευταία το λαιμό ανήμερα του Ευαγγελισμού, ξεγελιέμαι πως είν’ απ’ την –επί τούτου– καινούργια μου γραβάτα.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Η ΑΦΟΡΜΗ


Ξέρεις την αφορμή.
Τη βρίσκεις, φτάνει ν’ ακούς την καρδιά στο στήθος και να αισθάνεσαι το αίμα στις φλέβες. Δεν φτάνει ο ήλιος να καιροφυλαχτεί. Δεν φτάνει το πρωινό να σε βρίσκει στο πόδι. Δεν φτάνει η «καλημέρα» να ‘ναι ένα φιλί. Η αφορμή είναι εκεί, υπομονετική, ακούραστη, πανταχού παρούσα. Κάθε φορά με άλλη μορφή, μα πάντα η ίδια. Τι κι αν είναι προσχηματική, ανούσια, αιφνίδια, επικίνδυνη, απροσδόκητη, ασήμαντη. Από σένα εξαρτάται να την διακρίνεις, να την ξεχωρίσεις, να την επιλέξεις. Αν της χαμογελάσεις, θα σου χαμογελάσει. Αν την αρπάξεις, θα σ’ ακολουθήσει. Αν την κυνηγήσεις, μπορεί να τη χάσεις.

Το σπίτι ρημάζει.
Χαμόσπιτο, από τα πρώτα που χτίστηκαν –παράνομα φυσικά, όταν ακόμα η περιοχή ήταν λαχανόκηποι, βουστάσια και γουρουνάδικα. Καμαράκι, καμαράκι, τσιμέντο, ασβέστης κι ελενίτ, με μια τζαμαρία στη μπροστινή βεραντούλα, αλλά με μια ευρύχωρη αυλή με λογής – λογής λουλούδια και δέντρα και μια 'μυγδαλιά που μας έφερνε την άνοιξη. Αυτή την αυλή αλώνιζε μέχρι που ‘φυγε για πάντα η κυρά Μαρία. Με μια σκούπα στο χέρι, τη θυμάμαι να την καθαρίζει όλη τη μέρα. Κατά τ’ απόγευμα, όταν πια ο ήλιος είχε πέσει από πίσω, έσερνε το ξύλινο σκαμνί κάτω απ’ την ακακία και, με τη μακριά πολύχρωμη ποδιά της ν’ ακουμπά στο χώμα, καθόταν και χάζευε στο δρόμο τ’ αυτοκίνητα, που χρόνο με το χρόνο πλήθαιναν και συνωστίζονταν πριν στρίψουν για την κεντρική λεωφόρο. Εκεί έξω μαζεύονταν –από τέτοια εποχή και μετά– τα παιδιά, τ’ ανίψια και τα εγγόνια της για να της κάνουν παρέα και να πάρουν τον αέρα τους.
Όμορφα σπίτια.
Γέμισε η περιοχή διώροφα, με κεραμοσκεπές, με πρασιές, με τζάκια, με πόρτες ασφαλείας και με δορυφορικές κεραίες. Λάχανα αγοράζουμε από τον μανάβη, γάλα, τυριά στο σούπερ μάρκετ και χοιρινές μπριζόλες στο χασάπικο του κυρ Γιάννη. Ο Δήμαρχος μας έφτιαξε και ποδηλατόδρομο, αλλά ποδήλατα δεν βλέπουμε να περνάνε. Εμείς πάντως μια χαρά παρκάρουμε εκεί πάνω τα γιωταχί μας, αφού πια με δυο και τρία αυτοκίνητα το κάθε σπίτι, πού να χωρέσουν τα γκαράζ κι οι πυλωτές. Τους κήπους τους φροντίζουν κηπουροί, που κάθε Σάββατο πρωί –λες και το βάζουν στοίχημα– συναγωνίζονται ποιος θα πρωταρχίσει να κουρεύει το γκαζόν. Τ’ αυτοκίνητα συνεχίζουν να συνωστίζονται πριν στρίψουν για την κεντρική λεωφόρο. Τα παιδιά και τα εγγόνια της κυρά Μαρίας έχουν ρίξει μαύρη πέτρα από χρόνια.
Η ακακία ασφυκτιά από τα ξερόκλαδα και την αγριάδα. Την προσπερνάμε αδιάφορα πηγαίνοντας για τσιγάρα κι εφημερίδα στο περίπτερο. Η 'μυγδαλιά όμως συνεχίζει ν’ ανθίζει αδιαφορώντας για το πέρασμα του χρόνου και τις αλλαγές στις συνήθειες των ανθρώπων.
Μου έδωσε σήμερα πρωί – πρωί την αφορμή να σκεφτώ πως ήρθε η άνοιξη. Μου έδωσε την αφορμή να σταθώ και να τη θαυμάσω. Μου έδωσε την αφορμή να θυμηθώ πώς ήταν οι μέρες πριν από δέκα, δεκαπέντε χρόνια –ίσως και περισσότερο. Τότε που τα παιδιά μου δεν είχαν ακόμα έρθει κοντά μας και τα παιδιά της κυρά Μαρίας δεν ήξεραν πως κάποτε θα τσακωθούν με αφορμή μια πειραγμένη διαθήκη.

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΜΑΣ


Ο Σπύρος Παπαδόπουλος μου είναι από τα συμπαθή τηλεοπτικά πρόσωπα. Τόσο σαν ηθοποιός, όσο και σαν παρουσιαστής μ’ έχει κερδίσει με την απλότητα, την αμεσότητα και το χιούμορ του. Η αλήθεια είναι ότι θεατρικά τα τελευταία χρόνια με το «κόλλημα» στον Ξενόπουλο, δεν μπορώ να πω ότι μ’ ενθουσιάζει. Είδα το «Δεν είμ' Εγώ» πριν από χρόνια και δε μπορώ να πω ότι μου άφησε και κάτι. Τηλεοπτικά όμως έχει παίξει ρόλους ενδιαφέροντες –για μένα– όπως, τον «Σπύρο» στη σειρά «Οι Απαράδεκτοι» και τον «Βαλέριο» μαζί με τον Θανάση Βέγγο στο «Περί ανέμων και υδάτων».
Διάβαζα το πρωί μια συνέντευξη του στη «Realnews» κι όπως είχα νωπή και τη χθεσινοβραδινή εικόνα –ένεκα Αλεξάνδρας– απ’ το «Στην υγειά μας», σκέφτηκα πως κάποιοι καλλιτέχνες κατορθώνουν να οικοδομήσουν ένα δημόσιο προφίλ, μια εικόνα, που τους ακολουθεί σε όποια επιλογή κι αν κάνουν. Δεν είναι τυχαίο πως, εγώ, ο απλός θεατής ή αναγνώστης, βλέποντας αυτό το πρόσωπο δεν διέκρινα ίχνος από τις επιθέσεις που δέχτηκε τον τελευταίο καιρό με αφορμή τη δημοσιοποίηση κάποιων οικονομικών στοιχείων ως προς την αμοιβή του και το κόστος της εκπομπής. Πολύ περισσότερο, δεν αισθάνθηκα πως είχα απέναντί μου κάποιο από τα χρυσοπληρωμένα golden boys της προηγούμενης διακυβέρνησης για να του φωνάξω με οργή: «Φέρε πίσω τα λεφτά».
Δεν ξέρω αν είναι πιο πολύ θέμα «μαγκιάς», ικανότητας ή επιτυχημένων δημοσίων σχέσεων –μπορεί να παίζει ρόλο κι ότι είναι γαύρος! Ό,τι κι αν είναι, για μένα σημασία έχει, ότι είναι αποτελεσματικός σ’ αυτό που πληρώνεται για να κάνει. Ίσως κι αυτό από μόνο του ν’ αποτελεί πρόκληση για κάποιους κύκλους συναδέλφων του και λοιπών εμμέσως ή αμέσως εμπλεκόμενων ή ενδιαφερόμενων. Επιτυχία που έχει χρονική διάρκεια, κοινωνική εμβέλεια και πολύπλευρη διάσταση δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή προπαντός στον ιδιαίτερα ανταγωνιστικό χώρο της τέχνης και του lifestyle.
Μήπως, όμως, κι ο χώρος αυτός, δεν είναι μια μικρογραφία –που μεγεθύνεται φυσικά μπροστά σε οθόνες, πίστες και πασαρέλες– της κοινωνίας μας; Πόσες και πόσες περιπτώσεις έρχονται στο μυαλό μου –από πού να πρωτοθυμηθώ, από τον επαγγελματικό μου χώρο, αλλά κι απ’ την ιδιωτική μου ζωή, από γνωστούς και φίλους– ανθρώπων με άποψη, ικανότητες και γνώσεις, που χάθηκαν σε μια νύχτα, γιατί έπεσαν στο στόμα κάποιων αετονύχηδων της συκοφαντίας και της διαβολής. Θα μου πεις, κι η αντοχή απέναντι σ’ αυτούς τους μηχανισμούς θέλει την τέχνη και την τεχνική της, «μεγάλο στομάχι». Συμφωνώ απολύτως. Αυτό όμως, κάνει ακόμα πιο σπουδαία την ικανότητα εκείνων που ξεχωρίζουν και αναδεικνύονται.
Σχολιάζεται μ’ απογοήτευση, ότι ζούμε σε μια εποχή «δήθεν», ότι σ’ αυτόν τον τόπο «είσαι ό,τι δηλώσεις», ας ψαχτούμε πριν βιαστούμε να συμφωνήσουμε. Σε κάθε εποχή τα πρόσωπα δίνουν τον παλμό και σφυρηλατούν την προσωπικότητά της και τα πρόσωπα αυτά είμαστε όλοι μας, ανώνυμοι κι επώνυμοι. Δεν είναι μόνο όσοι τρων’ και πίνουν «εις υγείαν των κορόιδων», αλλά κι εκείνοι που τρων’ και πίνουν «στην υγειά μας».