Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

ΧΡΟΝΟΣ ΠΡΙΝ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ


Δέκα χρόνια πάνε που έκοψα το τσιγάρο. Δέκα μέρες που ήρθε για τις γιορτές ο γιός μου. Δέκα λεπτά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Γεγονότα που σφραγίζουν το χρόνο, χρόνος που σημαδεύει τα γεγονότα. Η ζωή κυλά στις ράγιες του χρόνου, περνά από σταθμούς, κάνει στάσεις, χαζεύει μέρη, γνωρίζει ανθρώπους, συναντά στροφές, μπαίνει σε τούνελ, αφήνει πίσω σχέσεις, κουβαλά αναμνήσεις.

Γύρισα το πρωί στο γραφείο μια από τις τελευταίες μέρες του ημεροδείχτη για τη χρονιά που φεύγει. Δεκέμβριος 28. Δευτέρα. Των εν Νικομηδεία Δισμυρίων μαρτύρων. 2009. Μέσα στην ησυχία που δημιουργείται από τις γιορταστικές άδειες, στους ατέλειωτα άδειους διαδρόμους, στα ασανσέρ που χάσκουν σταματημένα, στα γεμάτα ερημιά γραφεία, ο χρόνος κινείται πιο αργά, αφήνει το περιθώριο ν’ ανακαλέσω εικόνες, να ξεχωρίσω στιγμές, ν’ αξιολογήσω γεγονότα, να κοντοσταθώ σε πρόσωπα, μπορώ ν’ αντισταθώ για λίγο στη φόρα της ρουτίνας και της μηχανιστικής επανάληψης της καθημερινότητας.

Δέκα χρόνια μετά, δέκα μέρες μετά, δέκα λεπτά μετά…

Είμαι εδώ, είμαι και πάλι εδώ κι από ‘δω μπορώ και πάλι ν’ ανακαλέσω, να ξεχωρίσω, ν’ αξιολογήσω, να κοντοσταθώ, ν’ αντισταθώ. Αυτό είναι που δίνει διαρκώς στο χρόνο μου την αξία, αυτό είναι που γεννά ξανά μέσα μου την ελπίδα… Καλή μας νέα χρονιά!

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

ΜΝΗΜΕΣ...

Ο Μιχάλης με το χαρακτηριστικά δισταχτικό του βήμα μας έφερνε τους καφέδες. Ο Γιώργος έκλεινε σελίδες όρθιος στο μάρμαρο κι εγώ με τον Μελέτη «τραβούσαμε» αράδες στις λινοτυπικές. Τη μια για την «Αλλαγή» της Κεφαλονιάς, την άλλη για την «Αλλαγή» της Λέσβου, την τρίτη της Φωκίδας και πάει λέγοντας. Τέλη της δεκαετίας του ’70 κι η εποχή της «αλλαγής» πλησίαζε, όχι μόνο στο στενάχωρο ημιυπόγειο τυπογραφείο στο γωνιακό τριώροφο της Μεσολογγίου με την Αντρέα Μεταξά, αλλά και για όλη την Ελλάδα.

Κάποια μεσημέρια, εκεί λίγο πριν τα Χριστούγεννα, έπρεπε να μείνουμε ως αργά, εφόσον όλοι οι πελάτες-εκδότες βιάζονταν να κλείσουν εορταστικό φύλλο κι η «ύλη» μαζευότανε στα ντοσιέ βουνό. Το μικρό μπαρ-εστιατόριο –με το καταπληκτικό βραστό– στην άλλη άκρη της Μεσολογγίου ζέσταινε και με το παραπάνω τα πεινασμένα μας στομάχια. Ύστερα ο Μιχάλης ξανά τους καφέδες να μας κρατήσουν ξύπνιους ως το βράδυ.

Ο Μιχάλης διατηρεί ακόμα το ίδιο μπακαλικάκι –σαν mini market πλέον– αλλά όλα τριγύρω έχουν αλλάξει από την εποχή που λαχάνιαζα καθημερινά στην ανηφορική διαδρομή για το μεροκάματο, Ομόνοια-Κάνιγγος-Κωλέττη-Μεσολογγίου. Το τυπογραφείο δεν υπάρχει πια, από χρόνια το ‘χει καταπιεί η φωτοσύνθεση. Η Μεσολογγίου κι η Τζαβέλα θάφτηκαν κάτω από πλάκες κι έγιναν πεζόδρομοι, παλιά νεοκλασικά γκρεμίστηκαν ή ρημάζουν μέσα στην εγκατάλειψη και τη βρώμα. Η γειτονιά δεν θυμίζει σήμερα κάτι από τη γειτονιά του τότε. Η ζωή δεν θυμίζει σήμερα κάτι από τη ζωή του τότε.

Φέρνω στο νου εικόνες από τότε κι αφηγούμαι στα παιδιά μου ιστορίες ‘κείνης της εποχής. Τα σφίγγω –όσο μπορώ πια– στην αγκαλιά μου κι αισθάνομαι την καρδιά τους να χτυπά ζεστή κάτω απ’ το στήθος τους. Στα μάτια όμως αποφεύγω τούτη την ώρα να τα κοιτάξω. Αυτό το σήμερα έχει κι απ’ τα χέρια μου περάσει…