Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ

Πρόκειται για σύμπτωση ή για γκαντεμιά, ή μήπως ο κόσμος έχει σαλτάρει και δεν το έχω πάρει είδηση;

Το τελευταίο διάστημα, έχει γίνει αυτόπτης μάρτυρας σε διαδοχικά φραστικά επεισόδια μέσα στο μετρό, στα οποία απρόκλητα κάποιοι επιβάτες αρχίζουν να καταφέρονται «έξω φωνή», πότε εναντίων αυτών «που τα έφαγαν», πότε επικρίνοντας όσους «ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ», πότε κατά των μουσουλμάνων, πότε κατά των αλλοδαπών συλλήβδην. Το παράξενο είναι, ότι δεν δίνουν την εντύπωση προβληματικών ατόμων, κάθε άλλο.

Η μία εξ αυτών ήταν μια καλοντυμένη και καλοστεκούμενη κυρία γύρω στα εξήντα – εξηνταπέντε, που έπνεε τα μένεα –ήταν η Δευτέρα μετά την εκλογή του Καμίνη– εναντίον όσων ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ και καταστρέφουν τη χώρα. Ένας ηλικιωμένος κύριος προσπάθησε να τη «βάλει στη θέση της», αλλά εκείνη απτόητη τον αγνόησε και στράφηκε προς τη διπλανή της συνεχίζοντας –με σαφώς πιο χαμηλή ένταση στη φωνή– το μονόλογο, σαν ν’ απευθύνεται πλέον σ’ εκείνη. Τι να κάνει η άλλη γυναικούλα; Έστρεψε το κεφάλι προς τη μεριά του παραθύρου και συνέχισε κοιτώντας –όσο μπορούσε να δείχνει ατάραχη– έξω.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν εκείνη του νεαρού, που είχε στριμώξει έναν ιερέα και έσουρνε τα εξ αμάξης για τους μουσουλμάνους απευθυνόμενος προς αυτόν, λες κι ήταν εκείνος ο υπεύθυνος για την ανέγερση του τζαμιού, βλαστημώντας ταυτόχρονα τα «θεία». Ο ανθρωπάκος –ένας παχουλός μεσήλικας παπάς– είχε λουφάξει αποσβολωμένος και κατακόκκινος σε μια γωνιά δίπλα στην πόρτα του βαγονιού και δεν έβγαζε άχνα. Άχνα δεν έβγαζε και κανένας από τους συνεπιβάτες, που χάζευαν το «θέαμα» ή συνέχιζαν αδιάφορα τη διαδρομή τους σαν να μην τρέχει τίποτα.

Στην άλλη περίπτωση βρήκα το διάβολό μου!... Τόλμησα να συστήσω να μην ενοχλεί, στον κύριο που ανέλαβε, σαν αυτόκλητος εισαγγελέας, από τη στιγμή που μπήκαμε στο βαγόνι, να διαφωτίσει φωνάζοντας και χειρονομώντας τους συνεπιβαίνοντες, για το πιο μέρος του σταθμού Αμπελόκηποι έφαγε ο ένας πολιτικός, για το πόσα τετραγωνικά του Χολαργού έφαγε ο άλλος και πάει λέγοντας.

Πέσανε τα μούτρα μου!... Με βούτηξε απ’ τα μούτρα και μου σύστησε, αν δεν αντέχω ν’ ακούω την κριτική του και το «δημοκρατικό» δικαίωμά του να τη διατυπώνει δημόσια, να πηγαίνω άλλη φορά με… ταξάκι! Αν και κατεβαίνοντας μου βροντοφώναξε, ότι ήξερε τι μου χρειαζότανε… «Με δυο χαστουκάκια θα συνέλθεις, γελοίε, ε γελοίε…»

Είναι άραγε σημείο των καιρών ή έτυχε να πέσω σε ιδιάζουσες περιπτώσεις; Ότι και να ‘ναι, δεν το αντέχω περιπτώσεις σαν κι αυτές, να με προσβάλουν δημόσια σαν άνθρωπο και σαν πολίτη. Δεν μου πάει να μένω σιωπηλός σαν να μην τρέχει τίποτα, όπως κάνουν συνήθως κι όλοι οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι.

Μήπως είμαι λάθος ή μήπως να είμαι έτοιμος την επόμενη φορά που –ο μη γένοιτο– θα μου ξανασυμβεί, να υποστώ τις όποιες συνέπειες;

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Καλά-καλά δεν θυμήθηκα τη φωνή της. Είχε να με πάρει τηλέφωνο πάνω από χρόνο. Στο μεταξύ, ιδίως μετά την αποστρατεία του Νίκου, είχαμε χαθεί και οικογενειακά. Μια εξυπηρέτηση ήθελε, η Αντιγόνη –η γυναίκα του Νίκου–, από το υπουργείο Παιδείας και με πήρε τηλέφωνο. Χάρηκα που την άκουσα μετά από τόσον καιρό, αφού –πέρα από την οικογενειακή φιλία– μας είχαν συνδέσει και κοινές προσπάθειες τόσο στο δικηγορικό σύλλογο, όσο και στα τοπικά του Ηρακλείου.

Με την κουβέντα φτάσαμε και στα επαγγελματικά του Νίκου, που είχε χαθεί, μετά την αποστρατεία, όπως μου είπε, στους τέσσερις τοίχους του ιατρείου –ψυχίατρος είναι– και δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα από ραντεβού σε ραντεβού.

«Και δεν χαίρεσαι;» τη ρώτησα χαριτολογώντας.

«Έχει προβλήματα ο κόσμος. Μιλάμε γίνεται χαμός», ακούστηκε στεγνή και κοφτή η φωνή της.

Κλείνοντας, μου ήρθε στο νου η περίπτωση της ξαδέλφης μου, της Μαρίας, που είδε κι έπαθε να συνέλθει από την κατάθλιψη μετά το διαζύγιο. Και δεν ήταν η μόνη, κοντά σ’ αυτή σκέφτηκα και τον Άρη, απέναντι, που παλεύει με τα ψυχοφάρμακα από τότε που τον απέλυσαν από την εταιρεία. Σαρανταπέντε με δύο παιδιά.

Αν μέσα σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα, μπορώ να θυμηθώ με τόση ευκολία δυο περιπτώσεις, που άνθρωποι χρειάστηκαν ιατρική βοήθεια για να συνέλθουν από ατυχίες της ζωής τους, φαντάζομαι τι μπορεί να συμβαίνει πιο έξω. Το «φουλ τάιμ» του Νίκου, μάλλον το επιβεβαιώνει.

Σημάδι των καιρών; Συνέπεια του σύγχρονου τρόπου ζωής; Αποτέλεσμα της αλλαγής των συνηθειών μας; Όποια κι αν είναι η αιτία, οι ψυχολογικές επιπτώσεις είναι τεράστιες κι οδηγούν άντρες και γυναίκες όλο και συχνότερα στο «ντιβάνι» της ψυχοθεραπείας.

Κρίσιμο το θέμα για τη συμπεριφορά και τις σχέσεις μας, τόσο σε προσωπικό όσο και κοινωνικό επίπεδο, κρισιμότερο για τα παιδιά, που μεγαλώνουν σ’ έναν κόσμο γεμάτο ένταση, άγχος και πίεση, έχοντας λιγότερο χρόνο για επικοινωνία με την οικογένεια, αλλά ταυτόχρονα περισσότερες υποχρεώσεις.

Αν για τους μεγάλους το στρες έχει γίνει τρόπος ζωής μέσα από την καθημερινή επιδείνωση των συνθηκών στις μεγαλουπόλεις και κυρίως στην Αθήνα –για να λέμε τις πόλεις όπως και τα πράγματα με τ’ όνομά τους, για τα παιδιά η καθημερινή επαφή, από τα τρυφερά τους χρόνια, μ’ αυτούς τους εξοντωτικούς ρυθμούς συνθλίβει τα συναισθηματικά αντανακλαστικά τους και ισοπεδώνει τις ηλικιακές διαφοροποιήσεις τους. Βρίσκονται σ’ ένα περιβάλλον απρόσωπο, ανταγωνιστικό, απαιτητικό κι εσωτερικεύουν πρότυπα και συμπεριφορές που διαμορφώνονται στο πλαίσιο ενός κόσμου απαισιόδοξου, ματαιόδοξου, αλλοτριωμένου, απελπισμένου.

Όσο κι αν στο οικογενειακό περιβάλλον επιχειρείται –στο βαθμό που είναι δυνατόν– να καλλιεργηθούν ιδέες, αρχές κι αξίες, που δυνητικά θωρακίζουν τα παιδιά απέναντι απ’ την διάχυτη κοινωνική απαξίωσή τους, είναι βέβαιο, ότι η συμπεριφορά τους τελικά θα επηρεαστεί, από την αντίφαση που θα διαπιστώσουν να υπάρχει με το πρώτο τους βήμα, ανάμεσα σ’ αυτό που νόμιζαν μέσα στο σπίτι και σ’ αυτό που είναι εκεί έξω.

Αυτό, τελικά, που για τα παιδιά είναι μια «φυσιολογική» ρουτίνα, που μπορεί να εκδηλώνεται με μορφές επιθετικότητας, αδιαφορίας ή και απομόνωσης, για εμάς τους μεγαλύτερους, που έχουμε δει αυτόν τον κόσμο και με άλλα μάτια, είτε σαν παιδιά, είτε σαν έφηβοι, είναι η κορύφωση της διάψευσης και η επικύρωση της αποτυχίας μας, πρώτα σαν άνθρωποι και μετά σαν πολίτες, σαν εργαζόμενοι, σαν γονείς.

Αυτή η αντίφαση, του κόσμου που ονειρευτήκαμε, του κόσμου που επιδιώξαμε, του κόσμου που τελικά δημιουργήσαμε και ζούμε –όσο ζούμε– μαζί με τα παιδιά μας, θολώνει τα βλέμματα και πληγώνει τις ψυχές, οδηγώντας τα παραπαίοντα πλέον βήματά μας από τη μια στ’ αδιέξοδα κι απ’ την άλλη σε συνεδρίες με τον Νίκο, τον κάθε ειδικό Νίκο, για να συνθέσουμε λέξη τη λέξη αυτό το παζλ του κόσμου της ψυχής, που τόσο αδέξια το έχουμε σκορπίσει.

Photo by: Glauco Dattini

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

ΙΣΩΣ

Οι πιο πολλοί επέλεξαν τη σιωπή. Άλλοι, που θέλησαν κάτι να ψελλίσουν, εξέφρασαν απογοήτευση ή μελαγχολία. Τα έντυπα περιορίστηκαν σε επετειακές αναφορές. Οι τηλεοράσεις στάθηκαν στο πλήθος των αστυνομικών που περιφρουρούσαν την πορεία. Τα σχολεία είχαν «γιορτή».

Δεν ξέρω αν οι λόγοι για τη δύσθυμη στάση μας απέναντι στη φετινή επέτειο του Πολυτεχνείου, σχετίζονται με τη βαριά ατμόσφαιρα και τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών. Δεν είμαι σε θέση να αντιληφθώ, 37 χρόνια από τότε, τι μπορεί να σημαίνει αυτό το ιστορικό γεγονός για τους νέους ανθρώπους, που δεν το βίωσαν, αλλά βιώνουν στις μέρες μας το γηραλαίο και σκληρό πρόσωπο της «Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας». Δεν μπορώ να καταλάβω, ποιο νόημα έχει η σημερινή αργία κι ο σχολικός «εορτασμός», για τα παιδάκια του δημοτικού, αλλά και τα πιο μεγάλα, του Γυμνασίου και του Λυκείου, πέρα ίσως από το να γλυτώσουμε μια ακόμα μέρα μάθημα.

Τριανταεφτά χρόνια πέρασαν και τίποτα δεν ξέρω, τίποτα δεν καταλαβαίνω τίποτε δεν διδάχτηκα. Μου πήρε κάμποσα χρόνια ν’ αντιπαλεύω για τη δικαίωση ή τη συνέχιση του αγώνα, αλλά και την αναπροσαρμογή της Α.Τ.Α., μερικά χρονάκια για να χορτάσω την «εθνική συμφιλίωση», αλλά και την «ελεύθερη» τηλεόραση, άλλη μια δεκαετία για να με κυβερνήσουν οι σαραντάρηδες της γενιάς του Πολυτεχνείου, αλλά και οι εργολάβοι της Ολυμπιάδας, πέντε γεμάτα για να παρακολουθώ αν θα κλείσει επιτέλους αυτός ο «φαύλος» κύκλος της μεταπολίτευσης, ανάμεσα στις άγονες γραμμές και τα θολά νερά της Βιστωνίδας κι έναν χρόνο τώρα να ακούω να μιλάνε για το αν υπήρχαν λεφτά, υπάρχουν λεφτά ή θα υπάρξουν λεφτά, αλλά να βάζουν χέρι μόνο στα δικά μου λεφτά.

Θα έπρεπε να έχουμε σιωπήσει χρόνια πριν.

Ίσως αν σήμερα ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Ίσως αν τα παιδιά δεν απήγγειλαν ποιηματάκια πάνω σ’ εξέδρες σημαιοστολισμένες. Ίσως αν είχαμε αφήσει το χρόνο να κυλήσει, το καταστάλαγμα της μέρας εκείνης, για όσους μ’ όποιον τρόπο την έχουν ζήσει, ν’ αναδυόταν κατευθείαν απ’ τα βάθη της ψυχής και να γινόταν μύθος ή λυγμός ή έστω ένα κρυφό δάκρυ. Ίσως τότε να μην υπήρχε ανάγκη να νομίζουμε πως παλεύουμε για όλα αυτά τα μάταια κι εφήμερα, που τριανταεφτά ολόκληρα χρόνια κάθε τέτοια μέρα μας πληγώνουν, μας χωρίζουν, μας απογοητεύουν, μας συνθλίβουν. Ίσως…

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΜΑΖΕΥΕ ΚΙ ΑΣ ΕΙΝ' ΚΑΙ ΡΩΓΕΣ

Σύμφωνα με όλες τις περιγραφές και τις πληροφορίες ήμουν από τους πολύ δύσκολους και απαιτητικούς. Είχα φτάσει –λένε– στο σημείο να παίρνω το ξύλινο σκαμνάκι, να το τοποθετώ στην αυλή έξω από την πόρτα της κουζίνας και να φωνάζω στη μάνα μου: «Έλα κάτσε». Κάλεσμα-προσταγή, που δεν είχε να κάνει με την ευγένεια και το σεβασμό ή το ενδιαφέρον μου για να ξεκουραστεί από τις δουλειές του σπιτιού, αλλά γιατί με είχε κόψει λόρδα, το βυζί της ήθελα να πιάσω.
Κοντά δύο και χρονών έφτανα κι αφού είχαν αποτύχει –εξακολουθεί να λέει– όλες οι απόπειρες απογαλακτισμού, με κινίνο, βούρτσες ρούχων, πιπέρι κι άλλα… απωθητικά, που τα εξουδετέρωνα καθαρίζοντάς τα πότε με πετσέτες και πότε με τα χέρια, το κόλπο έπιασε με μια αποκριάτικη χάρτινη μάσκα! Τόσο απλά και τόσο άδοξα έκλεισε για μένα το κεφάλαιο μητρικός θηλασμός.
Διάβασα, ότι την περασμένη βδομάδα έγιναν διάφορες εκδηλώσεις στο πλαίσιο της παγκόσμιας εβδομάδας μητρικού θηλασμού, που στόχευε στο να ενθαρρύνει τις μητέρες να μη διστάζουν να θηλάζουν δημόσια τα βρέφη τους, όταν αυτά το ζητάνε. Μπορώ, λοιπόν, βάσιμα να διεκδικήσω την… πατρότητα της ιδέας, αφού θα πρέπει να είμαι ο πρώτος μέλλων πατέρας, που έκανε τη μητέρα του ακτιβίστρια και της έδειξε το δρόμο του δημόσιου θηλασμού μέσα σε μια μεγάλη αυλή στο Περιστέρι. Μπροστά –υποθέτω– στην κολλητή παιδική μου φίλη την Τέτα, την κυρά Μαλάμω με τον γιό της τον Χρίστο, που δεν έμπαινε ποτέ μέσα και μαδούσε –αυτό όλοι το λένε ακόμα– τον τοίχο κι έτρωγε τον ασβέστη, τον κυρ Θανάση που δούλευε κλητήρας στη Βουλή, τη γυναίκα του την κυρία Θάλεια, που ήταν κι η σπιτονοικοκυρά, τον Μήτσο τον ανάπηρο και τον Γρηγόρη το συνταξιούχο, που έπαιζαν συνέχει τάβλι, τη θεία μου τη Σοφία, που με είχε σαν εγγόνι κι εγώ δεν ξέρω πόσους ακόμα άλλους έμεναν στα μικρά σπιτάκια που έβλεπαν στην αυλή κι έβλεπαν και τη μάνα μου μ’ εμένα κρεμασμένο πάνω στο βυζί.

Δεν κατάλαβα, για να είμαι ειλικρινής, γιατί θα πρέπει οι μανάδες να καταφύγουν σ’ αυτή την δημόσια διαδήλωση για να ξεπεράσουν τους δισταγμούς τους, ούτε προς τα πού απευθυνόταν το «ηχηρό μήνυμα», που κάποιες από της πρωτοπόρους ήθελαν να στείλουν.
Ίσως οι μανάδες σήμερα να περνούν με τα παιδιά τους περισσότερο χρόνο στους δρόμους και τις πλατείες, οπότε σίγουρα θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες να ταΐσουν τα μωρούλια τους μόλις πεινάσουν. Ίσως κάποιες να είναι αναγκασμένες να τα παίρνουν και στη δουλειά, αφού οι βρεφονηπιακοί σταθμοί δεν επαρκούν, οπότε εκ των πραγμάτων, κάπου ανάμεσα στα εισερχόμενα και την αρχειοθέτηση, πετάνε και κανέναν θηλασμό στο πόδι μπροστά στον προϊστάμενο, τους συναδέλφους και κανέναν πελάτη. Ίσως και τα βυζιά αυτά καθαυτά να μη μοιάζουν μ’ εκείνα της εποχής μου και να έχουν ανάγκη άμεσου θηλασμού οποιαδήποτε στιγμή η στάθμη του γάλακτος ξεπεράσει κάποιο όριο, οπότε αν τις πιάσει «σφίξη» στο δρόμο να είναι έτοιμες για όλα.
Δεν κατάλαβα ακόμα γιατί ήταν τόσο σημαντικό, που στη δημόσια έκθεση των βυζιών συμμετείχαν και οι πατέρες. Τι ακριβώς καμάρωναν, τα παιδιά τους που θήλαζαν πεινασμένα ή τα στήθη της συζύγου που ξεφούσκωναν ανακουφισμένα; ‘Η μήπως καμάρωναν, γενικώς, μέσα σ’ αυτή την τόσο πληθωρική σύναξη;
Αν οι μητέρες σήμερα έχουν τόσες αναστολές για να θηλάσουν τα βρέφη τους, ώστε να χρειάζεται η μαζική δημόσια έκθεση του στήθος τους, ούτε ψύλλος στον κόρφο τους. Αν η παγκόσμια εβδομάδα για την ενθάρρυνση των μητέρων να θηλάσουν τα βρέφη τους, ξεπερνώντας την αδιαφορία, τον φόβο για το σώμα τους, είτε άλλες προκαταλήψεις –όπως εύστοχα επισημαίνει η UNICEF– μετατρέπεται σε ευκαιρία για δημόσια έκθεση βρεφών και μητέρων σε πλατείες και πάρκα, μόνο σαν αφέλεια μπορώ να το δω.
Η μάνα και το βρέφος μέσω του θηλασμού αναπτύσσουν την πιο στενή σωματική και συναισθηματική επαφή, έναν δεσμό ζωής, που απαιτεί τρυφερότητα, φροντίδα, γαλήνη, ηρεμία κι αυτές τις ιδανικές συνθήκες τις εξασφαλίζει μόνο η ιδιωτικότητα. Όλα τ’ άλλα, τα events, τα σασπένς, τα μηνύματα κι οι δημόσιες μαζώξεις, επιτρέψτε μου κυρίες μου και με όλον το σεβασμό που σας τρέφω, είναι εκδηλώσεις που στοχεύουν αποκλειστικά και μόνο στην ψυχαγωγία και ματαιοδοξία σας. (Και καλά κάνετε!)

Τίποτε δεν είναι πιο γλυκό απ’ το να έχεις ως βρέφος, εκείνα τα δικά σου λεπτά δίπλα στην καρδιά της μάνας σου κι ανάμεσα στα χείλη σου την τρυφερή αίσθηση της αποκλειστικότητας και της μοναδικότητας.

Πιστέψτε με, σας μιλάω εκ πείρας!

FOTO ΒΥ:http://www.aera.gr/images/stories/angel/oct/Breastfeeding.jpg

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΙΣΩ ΑΠ' ΤΙΣ ΚΑΤΣΑΡΟΛΕΣ

Μας αρέσει η γκρίνια κι η μιζέρια. Κλεισμένοι στον εθνικό εναέριο χώρο μας και ασφυκτιώντας στα 6 μίλια, αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε γεγονότα και εξελίξεις που μπορούν και πρέπει να μας κάνουν πραγματικά εθνικά υπερήφανους.

Με πρωτοστάτες και πρωταγωνιστές τη συντριπτική πλειοψηφία των ηλεκτρονικών ΜΜΕ στην αποθέωση των «κακών» μαντάτων και των μονοθεματικών «ειδήσεων», χάνονται στον ωκεανό των πληροφοριών και στον καταιγισμό των συμβάντων, «καλά νέα» που μπορούν να μας προσφέρουν μια στάλα αισιοδοξίας και μια υποψία χαμόγελου στα σφιγμένα χείλη.

Είναι χαρακτηριστικό, πόση δημοσιότητα δόθηκε στο γεγονός, ότι κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο δεν βρέθηκε στη λίστα με τα 200 καλύτερα του κόσμου, που δημοσιοποίησαν οι «Times» του Λονδίνου, ενώ στον αντίποδα, στα «ψιλά» πέρασε η είδηση για την βράβευση του Μουσείου της Ακρόπολης στο Λονδίνο ως το καλύτερο μουσείο του κόσμου από την Ένωση Βρετανών Δημοσιογράφων-Τουριστικών Συντακτών.

Ας μην απορούμε, λοιπόν, με την εθνική μας απαισιοδοξία και την κοινωνική μας κατάθλιψη. Εκεί, ξαπλωμένοι στον καναπέ της τηλεοπτικής μας αποχαύνωσης, παραζαλισμένοι απ’ τις αναθυμιάσεις του απομεσήμερου και την τσίκνα των φούρνων, χάνουμε επεισόδια ζωής.

Σε πείσμα των καιρών, υπάρχει κι η «άλλη» Ελλάδα, που δημιουργεί, αντιστέκεται, ονειρεύεται και κοιτά με θάρρος κι αισιοδοξία το μέλλον ίσια στα μάτια. Αυτή την Ελλάδα αξίζει ν’ αναζητήσουμε, να συναντήσουμε, ν’ ακολουθήσουμε…

Foto: http://www.athina984.gr/files/news-images