Αφετηρία και στάση λεωφορείων δίπλα στους σκουπιδοτενεκέδες, σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμια, κλειστά και βρωμισμένα με κουτσουλιές σιντριβάνια, πεζοδρόμια κατειλημμένα από τραπέζια και ζαρντινιέρες. Αργόσχολοι, μικροπωλητές, νταβατζίδες και χασομέρηδες κάνουν χάζι τις γυναίκες που –απ’ τα χαράματα σχεδόν– ψάχνουν πελάτες για τον αγοραίο ερωτά τους. Η παρκαρισμένη κλούβα της αστυνομίας με τα ΜΕΑ δίπλα στην «Πειραιώς». Μέχρι πρότινος, τριγυρνούσαν ή σωριάζονταν σε κάποιες γωνιές και τ’ ανθρώπινα ναυάγια, που λόγω ΟΚΑΝΑ –στον πρώην σταθμό Α’ Βοηθειών της Γ’ Σεπτεμβρίου. Κάθε εικόνα δίνει τον τόνο και μαρτυρά το στίγμα για το πού οδηγείται η περιοχή.
Στην πλατεία Λαυρίου, που απέχει γύρω στα διακόσια μέτρα από την πλατεία Ομονοίας, αλλά και στους γύρω δρόμους απλώνεται μέρα με τη μέρα ένα πέπλο εγκατάλειψης και μαρασμού. Εκείνοι, που καθημερινά διέρχονται, ζουν ή έχουν τα μαγαζιά τους εκεί, διαισθάνονται τη βαριά ανάσα της παρακμής. Οι γύρω δρόμοι, Βεραντζέρου, Χαλκοκονδύλη, Σωκράτους, μέχρι την πλατεία Βάθη και πιο κάτω το Μεταξουργείο δεν θυμίζουν τίποτε από την Αθήνα της δεκαετίας του ’70 και του ’80, αλλά και πιο πρόσφατα το 1990 και το 2000, που έγινε σοβαρή προσπάθεια για την ανάπλασή της, με πλακοστρώσεις, σιντριβάνια, κήπους, βάψιμο των κτιρίων, αναπαλαιώσεις νεοκλασικών, ξενοδοχείων κ.λπ.. Μετά το 2004 και τη λάμψη των Ολυμπιακών αγώνων, η εγκατάλειψη είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού.
Με την περιοχή με συνδέουν μνήμες από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια, όταν πιτσιρίκος γεμάτος ενθουσιασμό και καμάρι, κατέβαινα με το «115» στην αφετηρία της Σατωβριάνδου για να πάω στη δουλειά του πατέρα μου. Οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή. Κόσμος πηγαινοερχόταν, μαγαζιά κάθε λογής, σουβλατζίδικα, καφέ μπαρ, εμπορικά με φωτιστικά, με ρούχα, με παπούτσια, μπακάλικα, κοσμηματοπωλεία, φαρμακαποθήκες. Στην πιο πάνω γωνία ο Δενέγρης με τα ατέλειωτα παιχνίδια, αλλά κι η «Στάνη», στην οδό Μαρίκας Κοτοπούλη, με τις παραδοσιακές γεύσεις, το γάλα, το γιαούρτι με το μέλι και τους λουκουμάδες. Στον ίδιο δρόμο κι οι κινηματογράφοι «Κοτοπούλη» –που στη θέση του χτίστηκε το κλειστό σήμερα ξενοδοχείο «La Mirage »– και το «Κοσμοπολίτ» προς τη Βεραντζέρου. Σχεδόν απέναντι επί της Σατωβριάνδου, απέναντι από το ξενοδοχείο «ΕΛΛΑΣ» –ρημάζει κι αυτό κλειστό μαζί με όλα τα μαγαζιά της γωνίας– ήταν κι ο κινηματογράφος «Ομόνοια», που λειτουργούσε στο υπόγειο του ομώνυμου πολυτελούς ξενοδοχείου. Το άλλο μεγάλο ξενοδοχείο που θυμάμαι εκεί γύρω ήταν το «Ambassador», στην οδό Σωκράτους, ενώ πιο κάτω σε μια στενή πολυκατοικία στεγαζόταν το «6ο», μ’ έναν αστυνομικό πάντα να κάνει βόλτες μπρος στην είσοδο. Βεραντζέρου και Γ’ Σεπτεμβρίου ήταν η γωνία τις γλυκιάς μου απόλαυσης, το «Λαύριον», το ζαχαροπλαστείο, με τις υπέροχες σοκολατίνες που έδωσε το όνομά του και στην μικρή πλατεία απέναντι επί της Γ’ Σεπτεμβρίου –ευτυχώς το «ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ» σώζει στις μέρες μας τη γλυκιά παράδοση.
Χίλιες δυο εικόνες μπορώ να θυμηθώ απ’ αυτή την περιοχή, που εξακολουθώ κάθε πρωινό, λόγω εργασίας πλέον, να περιδιαβαίνω ακόμα. Μου ήρθαν στο μυαλό με αφορμή το αφιέρωμα στην «Κυριακάτικη», για το Εφετείο της οδού Σωκράτους 65, που δεν είναι άλλο από το ξενοδοχείο «Ambassador», των παιδικών μου χρόνων.
Πλατεία Λαυρίου. Τίποτα σήμερα δεν παραπέμπει σε κεντρική περιοχή μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, ούτε καν μιας πόλης που αναπτύχθηκε σεβόμενη την ιστορία και το παρελθόν της. Μόνον ο κωφάλαλος λούστρος, με την περιποιημένη μπλε ποδιά και τις χαρακτηριστικές χειρονομίες που χρησιμοποιεί «συνομιλώντας» με τους πελάτες του, έχει μείνει ολόιδιος, απαράλλαχτος στο πέρασμα του χρόνου. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο αποκρουστική αν κατηφορίσεις προς την πλατεία Βάθη ή το Μεταξουργείο. Δεν είναι μακριά ο καιρός, που κι αυτές οι περιοχές θα έχουν την εξέλιξη που είχε κι εκείνη γύρω από την πλατεία Θεάτρου. Και προς τα Εξάρχεια όμως –που κάθε βράδυ «στενάζουν» από τους ένστολους κρανοφόρους και τις κλούβες των ΜΑΤ– η κατάσταση έχει πάρει δυσάρεστη τροπή…
Δεν ξέρω αν είναι συνομωσία, σχέδιο, αδιαφορία ή ανικανότητα, ένα είναι το δεδομένο, ότι το κέντρο της πόλης των Αθηνών έχει εγκαταλειφθεί από τους κυβερνώντες, αλλά κι από τους τοπικούς άρχοντες. Τα πρόσφατα θλιβερά γεγονότα –αλλά κι όσα σποραδικά εκδηλώνονται– είναι μόνο το ανησυχητικό προανάκρουσμα ενός όχι πολύ μακρινού αύριο, που η κατάσταση θα είναι μη αναστρέψιμη κι η πόλη αναγκαστικά θα αστυνομοκρατείται για να μπορεί υπάρχει και να λειτουργεί.
Δεν της αξίζει ένα τέτοιο αύριο της Αθήνας.
Αυτή η πόλη, όλους μπορεί να τους αγκαλιάσει, να τους θρέψει, να τους σεργιανίσει, να τους αγαπήσει, φτάνει λίγο να της δείξουν σεβασμό, αγάπη, ενδιαφέρον, φροντίδα. Στην πόλη που γεννήθηκε και άκμασε η δημοκρατία, δεν χρειάζεται αυταρχισμός και βία. Χρειάζεται πρώτ’ απ’ όλα η βούληση κι η απόφαση από τις πολύμορφες και πολυώνυμες εξουσίες που σήμερα μόνο την απομυζούν και τη δυναστεύουν (υπουργεία, δήμος, νομαρχία, δημόσιες υπηρεσίες, ΔΕΗ, ΟΤΕ, τράπεζες, πανεπιστήμια κ.λπ.). Χρειάζεται μεταξύ τους διάλογος, συνεργασία και συμφωνία, ώστε να σχεδιάσουν και να χρηματοδοτήσουν από κοινού ένα αύριο που θα είναι πολύχρωμο, πολυπολιτισμικό, πολυφωνικό και πολύβουο. Ένα αύριο, που δεν θα ανήκει μόνο σ' όσους επιμένουν να μένουν και να πασχίζουν για την Αθήνα, αλλά θα προσελκύσει κι άλλους, για την ομορφιά και την ποιότητα της ζωής. Ένα αύριο, μιας πρωτεύουσας πόλης αντάξιο της ιστορίας και της πολιτιστικής της κληρονομιάς.