Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

ΧΡΟΝΟΣ ΠΡΙΝ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ


Δέκα χρόνια πάνε που έκοψα το τσιγάρο. Δέκα μέρες που ήρθε για τις γιορτές ο γιός μου. Δέκα λεπτά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Γεγονότα που σφραγίζουν το χρόνο, χρόνος που σημαδεύει τα γεγονότα. Η ζωή κυλά στις ράγιες του χρόνου, περνά από σταθμούς, κάνει στάσεις, χαζεύει μέρη, γνωρίζει ανθρώπους, συναντά στροφές, μπαίνει σε τούνελ, αφήνει πίσω σχέσεις, κουβαλά αναμνήσεις.

Γύρισα το πρωί στο γραφείο μια από τις τελευταίες μέρες του ημεροδείχτη για τη χρονιά που φεύγει. Δεκέμβριος 28. Δευτέρα. Των εν Νικομηδεία Δισμυρίων μαρτύρων. 2009. Μέσα στην ησυχία που δημιουργείται από τις γιορταστικές άδειες, στους ατέλειωτα άδειους διαδρόμους, στα ασανσέρ που χάσκουν σταματημένα, στα γεμάτα ερημιά γραφεία, ο χρόνος κινείται πιο αργά, αφήνει το περιθώριο ν’ ανακαλέσω εικόνες, να ξεχωρίσω στιγμές, ν’ αξιολογήσω γεγονότα, να κοντοσταθώ σε πρόσωπα, μπορώ ν’ αντισταθώ για λίγο στη φόρα της ρουτίνας και της μηχανιστικής επανάληψης της καθημερινότητας.

Δέκα χρόνια μετά, δέκα μέρες μετά, δέκα λεπτά μετά…

Είμαι εδώ, είμαι και πάλι εδώ κι από ‘δω μπορώ και πάλι ν’ ανακαλέσω, να ξεχωρίσω, ν’ αξιολογήσω, να κοντοσταθώ, ν’ αντισταθώ. Αυτό είναι που δίνει διαρκώς στο χρόνο μου την αξία, αυτό είναι που γεννά ξανά μέσα μου την ελπίδα… Καλή μας νέα χρονιά!

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

ΜΝΗΜΕΣ...

Ο Μιχάλης με το χαρακτηριστικά δισταχτικό του βήμα μας έφερνε τους καφέδες. Ο Γιώργος έκλεινε σελίδες όρθιος στο μάρμαρο κι εγώ με τον Μελέτη «τραβούσαμε» αράδες στις λινοτυπικές. Τη μια για την «Αλλαγή» της Κεφαλονιάς, την άλλη για την «Αλλαγή» της Λέσβου, την τρίτη της Φωκίδας και πάει λέγοντας. Τέλη της δεκαετίας του ’70 κι η εποχή της «αλλαγής» πλησίαζε, όχι μόνο στο στενάχωρο ημιυπόγειο τυπογραφείο στο γωνιακό τριώροφο της Μεσολογγίου με την Αντρέα Μεταξά, αλλά και για όλη την Ελλάδα.

Κάποια μεσημέρια, εκεί λίγο πριν τα Χριστούγεννα, έπρεπε να μείνουμε ως αργά, εφόσον όλοι οι πελάτες-εκδότες βιάζονταν να κλείσουν εορταστικό φύλλο κι η «ύλη» μαζευότανε στα ντοσιέ βουνό. Το μικρό μπαρ-εστιατόριο –με το καταπληκτικό βραστό– στην άλλη άκρη της Μεσολογγίου ζέσταινε και με το παραπάνω τα πεινασμένα μας στομάχια. Ύστερα ο Μιχάλης ξανά τους καφέδες να μας κρατήσουν ξύπνιους ως το βράδυ.

Ο Μιχάλης διατηρεί ακόμα το ίδιο μπακαλικάκι –σαν mini market πλέον– αλλά όλα τριγύρω έχουν αλλάξει από την εποχή που λαχάνιαζα καθημερινά στην ανηφορική διαδρομή για το μεροκάματο, Ομόνοια-Κάνιγγος-Κωλέττη-Μεσολογγίου. Το τυπογραφείο δεν υπάρχει πια, από χρόνια το ‘χει καταπιεί η φωτοσύνθεση. Η Μεσολογγίου κι η Τζαβέλα θάφτηκαν κάτω από πλάκες κι έγιναν πεζόδρομοι, παλιά νεοκλασικά γκρεμίστηκαν ή ρημάζουν μέσα στην εγκατάλειψη και τη βρώμα. Η γειτονιά δεν θυμίζει σήμερα κάτι από τη γειτονιά του τότε. Η ζωή δεν θυμίζει σήμερα κάτι από τη ζωή του τότε.

Φέρνω στο νου εικόνες από τότε κι αφηγούμαι στα παιδιά μου ιστορίες ‘κείνης της εποχής. Τα σφίγγω –όσο μπορώ πια– στην αγκαλιά μου κι αισθάνομαι την καρδιά τους να χτυπά ζεστή κάτω απ’ το στήθος τους. Στα μάτια όμως αποφεύγω τούτη την ώρα να τα κοιτάξω. Αυτό το σήμερα έχει κι απ’ τα χέρια μου περάσει…

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

ΑΝΕΙΔΙΚΕΥΤΟΣ


Λείπω αλλά δεν απουσιάζω. Οι καιροί ορίζουν κι οι μέρες παρακολουθούν τα προστάγματά τους. Μεγάλη δύναμη οι συνήθειες, σαγήνη σκέτη η καθημερινή βολή. Φόβος το άγνωστο κι ανησυχία η αλλαγή. Από τόπο σε τόπο, οι εποχές που φεύγουν γι’ αλλού δεν σε συγκινούν και δε σε γοητεύουν το ίδιο, εσύ είσαι ήδη αλλού. Οι μέρες μικραίνουν σαν έχεις πολλά να προφτάσεις στις ώρες τους.
Με μια εφημερίδα στο χέρι, από κολώνα σε κολώνα κι από ενοικιαστήριο σ’ ενοικιαστήριο. Οι εξετάσεις, τα μηχανογραφικά, οι βάσεις, τ’ αποτελέσματα, οι έννοιες κι οι συζητήσεις ενός ολόκληρου καλοκαιριού, εκτοπίζονται από την αγωνία να βρεθεί έστω μια γκαρσονιέρα της προκοπής, να στηθεί ένα υποφερτό νοικοκυριό, να τακτοποιηθεί το παιδί. Όλα ανακατεμένα με τη χαρά της επιτυχίας απ’ τη μια και τη συγκίνηση του αποχωρισμού απ’ την άλλη.
Οι νομοτέλειες της ζωής, που θέλουν τα παιδιά ν’ απομακρύνονται και ν’ ανοίγουν τα δικά τους φτερά με το πέρασμα του χρόνου, αντιμέτωπες με το συναίσθημα του γονιού και τη δύναμη της συνήθειας. Να τα ξυπνήσεις, να τα φροντίσεις, να τα διαβάσεις, να τα παίξεις και στο τέλος τα παίζεις εσύ διαπιστώνοντας πόσο ανώριμος, εγωιστής κι αλαζόνας είσαι.
Το «ξύπνα!» γίνεται «ξύπνησε;», το «τι θα φας;» γίνεται «έφαγε;», το «πού θα πας;» γίνεται «πήγε;», το «τι ώρα θα γυρίσεις;» γίνεται «γύρισε;» και πάει λέγοντας στο γαϊτανάκι της καθημερινότητας, που αλλάζει άρδην για την οικογένεια που το παιδί της πετυχαίνει σε σχολή εκτός των οικογενειακών τειχών.

Ανειδίκευτος γονιός ήμουνα γι’ αυτή την κατάσταση. Ευτυχώς, το παιδί φαίνεται να διαθέτει όχι μόνο την αγάπη και το ενδιαφέρον να με νοιώσει, αλλά και την ευφυΐα και την ωριμότητα να με ερμηνεύσει και να με κατανοήσει. Προσπαθώ να το διαχειριστώ, αλλά προς το παρόν παρηγορούμαι ότι το Σαββατοκύριακο των εκλογών θα είναι πάλι εδώ… (Να και κάτι καλό που αφήνει αυτή η κυβέρνηση!)
Foto by: Igor Seyl

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

ΛΟΝΔΙΝΟ ΤΕΛΟΣ

Είναι ακριβή πόλη το Λονδίνο, είναι όμως μια πόλη που σε αποζημιώνει με την ποιότητα ζωής και το υψηλό επίπεδο των υπηρεσιών και ανέσεων που προσφέρει, αν τύχει μάλιστα να είναι κι ο καιρός καλοκαιρινός –όπως ήταν όλη σχεδόν την προηγούμενη εβδομάδα– μπορείς να χαρείς και ν’ απολαύσεις τις ομορφιές της πόλης ακόμα πιο άνετα κι ευχάριστα.
Διάλειμμα ξενοιασιάς και αναψυχής αυτό το ταξίδι, που όλη η οικογένεια όπως φαίνεται το είχε ανάγκη. Παρά τις απίστευτες ώρες ορθοστασίας, περπατήματος και της κούρασης, η γεύση που αργά το απόγευμα έμενε στα χείλη ήταν γλυκιά κι η διάθεση και για τη βραδινή συνέχεια για μια μπύρα, αμείωτη. Η μέρα βλέπεις αυτή την εποχή είναι ατέλειωτη! Από τις πέντε ξημέρωνε και για να δούμε το φεγγάρι έφτανε έντεκα και βάλε!
Η πόλη δεν χρειάζεται συστάσεις, άλλωστε δεν είμαι κι η… Μάγια Τσόκλη ή ο Μαμαλάκης για να ξεκινήσω τις περιγραφές. Θα επισημάνω μόνο αυτό που έμεινε ως λέξη στο μυαλό μου σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί αυτή η πολυπληθής, πολυπολιτισμική μεγαλούπολη: Οργάνωση.
Καθαριότητα, συγκοινωνίες, εξυπηρέτηση, αποτελεσματικότητα. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό να αξιοποιείς ακόμα και την «ουρά» για να χρηματοδοτείς την τουριστική σου βιομηχανία, δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ ότι –αν μη τι άλλο– είναι ευρηματικό κι έξυπνο. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό να τρως το μεσημέρι στο διάλειμμα ένα σάντουιτς στο πόδι, δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ ότι ούτε ένα χαρτάκι ή πλαστικό δεν έμενε μετά πεταγμένο στο πλακόστρωτο. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό να διακόπτονται λόγω έργων τα δρομολόγια του μετρό προς Χίθροου, δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ ότι οι εναλλακτικές συγκοινωνιακές λύσεις ήταν και πολλές και αξιόπιστες. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό που τα μάρμαρα από τον Παρθενώνα εκτίθενται δωρεάν επί Βρετανικού εδάφους, δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ ότι τους αποδίδεται η ιστορική αξία κι ο σεβασμός που τους πρέπει.
Λονδίνο τέλος, αλλά οι διακοπές είναι προ των πυλών!... Και δεν υπάρχει πιο ευχάριστο συναίσθημα νομίζω, από το ν’ αδειάζεις βαλίτσες με άπλυτα –έχοντας γεμάτες τις «μπαταρίες»– και να μετράς τις μέρες μέχρι να τις ξαναγεμίσεις –μαζί με τα βατραχοπέδιλα, τα αντηλιακά και τα μαγιό– για την εξόρμηση στην πανέμορφη Κέρκυρα.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

ΤΑ "ΑΓΑΘΑ" ΚΟΠΟΙΣ ΚΤΩΝΤΑΙ


Βρέθηκα σε μια αποχαιρετιστήρια εκδήλωση για τη λήξη της σχολικής χρονιάς ενός Λυκείου της περιφέρειας. Λίγο – πολύ σ’ όσους έχουν παιδιά είναι γνωστό το τελετουργικό κι η εθιμοτυπία αυτών των εκδηλώσεων, απαγγελίες, βραβεύσεις, πανηγυρικοί κι άλλα παρόμοια και σχετικά. Χτες βράδυ όμως, παρακολουθώντας αυτή την εκδήλωση, αισθάνθηκα πολύ άβολα κι ενοχλήθηκα από την επιπολαιότητα(;) κι ελαφρότητα(;) με την οποία αντιμετωπίστηκαν ορισμένα κρίσιμα κατά τη γνώμη μου θέματα από τον λυκειάρχη κι από το σύλλογο των διδασκόντων.

Παρουσία όλων των τοπικών νομαρχιακών και δημοτικών αρχών και παραγόντων, εκπροσώπου του υπουργείου παιδείας, σχολικών συμβούλων, μαθητών και πλήθους γονέων που συμμετείχαν, μου προκάλεσε αλγεινή εντύπωση το γεγονός, ότι μέσα σε όλες τις βραβεύσεις –που κάποιες ήταν τραβηγμένες όχι μόνο από τα μαλλιά αλλά κι από ‘γω δεν ξέρω από τι– επιτράπηκε σε τοπικό παράγοντα κατασκευαστή ακινήτων και δημοτικό σύμβουλο –ο οποίος χρήστηκε μάλιστα από τον λυκειάρχη «χορηγός»– να ανέβει στην εξέδρα και να μοιράζει φακελάκια με χρηματικά ποσά εν είδη βραβείων στους μαθητές του Λυκείου που αρίστευσαν.

Δεν ξέρω πόση αφέλεια μπορεί να έχει μια τέτοια χειρονομία, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει και θεωρώ επιλήψιμο δεν είναι ούτε γιατί ο άνθρωπος είχε τη διάθεση να επιβραβεύσει με έξοδά του μαθητές ή ότι είναι κατασκευαστής, ούτε γιατί είναι δημοτικός σύμβουλος και τοπικός παράγοντας, ο τρόπος, το «φακελάκι» με τα χρήματα είναι εκείνο που με κάνει έξω φρενών.

Τι μήνυμα πέρασε προς το σύνολο των παρευρισκόμενων μαθητών η χειρονομία αυτή; Είναι η «ηθική αμοιβή» των κόπων και των προσπαθειών των μαθητών που αρίστευσαν ή μια απροκάλυπτη νομιμοποίηση του χρηματισμού και του «λαδώματος»; Έχει άραγε σημασία, αν ο χρηματισμός από οποιονδήποτε είναι για καλό σκοπό; Και δεν αναφέρομαι, φυσικά, στο Ι.Κ.Υ και στους άλλους θεσμοθετημένους φορείς της πολιτείας που χρηματοδοτούν κι επιβραβεύουν ανάλογες προσπάθειες, ούτε ασφαλώς στις εταιρείες που προσφέρονται όντως ως χορηγοί στο πλαίσιο και με τους όρους που θέτει η εταιρική κοινωνική ευθύνη τους.

Χάθηκε ένα βιβλίο, ένα αναμνηστικό, ένα εισιτήριο ταξιδιού, κάτι βρε αδερφέ, που θα απενοχοποιούσε και θα έδινε στην χειρονομία τα ευγενικά χαρακτηριστικά της, αλλά ταυτόχρονα θα επέτρεπε να έχουμε κι όλοι οι παρευρισκόμενοι στην εκδήλωση την ψευδαίσθηση, ότι το σχολείο μαθαίνει στα παιδιά πως ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα κι ότι οι δάσκαλοι διδάσκουν ακόμα, ότι τα αγαθά κόποις κτώνται…

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

ΒΙΒΛΙΑ ΑΠΟ ΧΕΡΙ ΚΑΜΜΕΝΑ...


Δεν θυμάμαι το γιό μου πιο βαριεστημένο. Κοντά ένα μήνα τώρα έχουν αρχίσει οι εξετάσεις κι ακόμα να τελειώσουν. Σχεδόν αρνείται το διάβασμα. Γεωγραφία δίνει μεθαύριο και αμφιβάλω αν κατορθώσω να τον «στριμώξω» να διαβάσει κάνα δίωρο. Το ωραίο είναι ότι ούτε καν ρυθμό δεν είχαν από μάθημα σε μάθημα. Τη μια τους άφηναν μια βδομάδα και την άλλη έγραφαν τρεις μέρες συνέχεια. «Χόρεψαν» στο ρυθμό των πανελληνίων, στο ρυθμό των εκλογών και τώρα στο ρυθμό το καλοκαιριού. Άντε να μαζέψεις τα παιδιά από τη βόλτα, από το skate και απ’ το lineage.

Όλα τα της εκπαίδευσης φαίνεται να έχουν ακουμπήσει τις όποιες ελπίδες τους πάνω στους ώμους της επιτροπής Μπαμπινιώτη, που θα δημοσιοποιήσει όπως γράφτηκε στις εφημερίδες τις προτάσεις της κατά το Σεπτέμβριο. Ως τότε άλλη μια ευκαιρία θα έχει η εκπαίδευση να βρεθεί στο προσκήνιο κι αυτή θα είναι με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων εισαγωγής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Άλλο μαρτύριο κι αυτό.

Αν κατορθώσουν αυτές οι προτάσεις να υλοποιηθούν δεν το γνωρίζει κανείς, εκείνο που είναι βέβαιο, είναι το ότι, αλλαγές προς τα πάνω -όση συναίνεση κι αν διαθέτουν- χωρίς γενναία χρηματοδότηση, επαρκές και άριστα κατηρτισμένο διδακτικό προσωπικό και άρτιες υποδομές σε κτίρια και μέσα, δεν μπορεί με τίποτα να ορθοποδήσουν.

Ζούμε στη χώρα που τα θαύματα διαρκούν το πολύ μια μέρα. Ένας Θεός, λοιπόν ξέρει, πώς θα επιτύχουμε ν’ αλλάξουμε ριζικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα, με την υπομονή μας εξαντλημένη, με τον ενθουσιασμό μας εξαφανισμένο και με τις ελπίδες μας εξοντωμένες, τη στιγμή μάλιστα, που οι πόροι που διαθέτουμε είναι εξαφανισμένοι, οι εκπαιδευτικοί μας εξαντλημένοι κι οι υποδομές σε σχολεία και μέσα εξοντωμένες.

Μέχρι τότε ο μικρός μου γιός –κι όλοι οι συνομήλικοί του γιοί και κόρες– θα υποχρεώνονται να μαθαίνουν στο μάθημα υπό τον τίτλο «Γεωγραφία» Β’ Γυμνασίου, «χύμα» πληροφορίες, που θ’ αρχίζουν απ’ τους «χωροπληθείς» κι «ισοπληθείς» χάρτες, θ’ ανακατεύουν τον πληθυσμό και τις διοικητικές περιφέρειες της Ελλάδας με τις γλώσσες, τις θρησκείες και τον πολιτισμό των Ευρωπαίων, θα ρίχνουν κάποιες ματιές στην «παλαιοευρώπη» λοξοκοιτάζοντας πότε στην Ιβηρική χερσόνησο και πότε στην Ιταλία και την Κύπρο και ξαφνικά –αφού αρπάξουν κάτι για το κλίμα της Ευρώπης– θα βρίσκονται να διαβάζουν για τις οικονομικές δραστηριότητες και τις «ζώνες μικτών αγροτικών δραστηριοτήτων», τον τριτογενή τομέα της οικονομίας και τον τουρισμό της Ευρώπης και θα καταλήγουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη γεωγραφία δεν είμαι εκπαιδευτικός για να το γνωρίζω. Εκείνο για το οποίο είμαι βέβαιος, είναι ότι, αν κάποτε τα παιδιά μας θυμούνται τη Βιστωνίδα, θα το χρωστάνε στο Ρουσσόπουλο και το Βατοπέδι, παρά στην επιγραμματική αναφορά της στη σελίδα 120 του σχολικού βιβλίου.

Υπομονή!... Μία και καμία μας έμειναν και φέτος, μετά; Φουλ για διακοπές!

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

ΠΛΑΤΕΙΑ ΛΑΥΡΙΟΥ


Αφετηρία και στάση λεωφορείων δίπλα στους σκουπιδοτενεκέδες, σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμια, κλειστά και βρωμισμένα με κουτσουλιές σιντριβάνια, πεζοδρόμια κατειλημμένα από τραπέζια και ζαρντινιέρες. Αργόσχολοι, μικροπωλητές, νταβατζίδες και χασομέρηδες κάνουν χάζι τις γυναίκες που –απ’ τα χαράματα σχεδόν– ψάχνουν πελάτες για τον αγοραίο ερωτά τους. Η παρκαρισμένη κλούβα της αστυνομίας με τα ΜΕΑ δίπλα στην «Πειραιώς». Μέχρι πρότινος, τριγυρνούσαν ή σωριάζονταν σε κάποιες γωνιές και τ’ ανθρώπινα ναυάγια, που λόγω ΟΚΑΝΑ –στον πρώην σταθμό Α’ Βοηθειών της Γ’ Σεπτεμβρίου. Κάθε εικόνα δίνει τον τόνο και μαρτυρά το στίγμα για το πού οδηγείται η περιοχή.
Στην πλατεία Λαυρίου, που απέχει γύρω στα διακόσια μέτρα από την πλατεία Ομονοίας, αλλά και στους γύρω δρόμους απλώνεται μέρα με τη μέρα ένα πέπλο εγκατάλειψης και μαρασμού. Εκείνοι, που καθημερινά διέρχονται, ζουν ή έχουν τα μαγαζιά τους εκεί, διαισθάνονται τη βαριά ανάσα της παρακμής. Οι γύρω δρόμοι, Βεραντζέρου, Χαλκοκονδύλη, Σωκράτους, μέχρι την πλατεία Βάθη και πιο κάτω το Μεταξουργείο δεν θυμίζουν τίποτε από την Αθήνα της δεκαετίας του ’70 και του ’80, αλλά και πιο πρόσφατα το 1990 και το 2000, που έγινε σοβαρή προσπάθεια για την ανάπλασή της, με πλακοστρώσεις, σιντριβάνια, κήπους, βάψιμο των κτιρίων, αναπαλαιώσεις νεοκλασικών, ξενοδοχείων κ.λπ.. Μετά το 2004 και τη λάμψη των Ολυμπιακών αγώνων, η εγκατάλειψη είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού.
Με την περιοχή με συνδέουν μνήμες από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια, όταν πιτσιρίκος γεμάτος ενθουσιασμό και καμάρι, κατέβαινα με το «115» στην αφετηρία της Σατωβριάνδου για να πάω στη δουλειά του πατέρα μου. Οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή. Κόσμος πηγαινοερχόταν, μαγαζιά κάθε λογής, σουβλατζίδικα, καφέ μπαρ, εμπορικά με φωτιστικά, με ρούχα, με παπούτσια, μπακάλικα, κοσμηματοπωλεία, φαρμακαποθήκες. Στην πιο πάνω γωνία ο Δενέγρης με τα ατέλειωτα παιχνίδια, αλλά κι η «Στάνη», στην οδό Μαρίκας Κοτοπούλη, με τις παραδοσιακές γεύσεις, το γάλα, το γιαούρτι με το μέλι και τους λουκουμάδες. Στον ίδιο δρόμο κι οι κινηματογράφοι «Κοτοπούλη» –που στη θέση του χτίστηκε το κλειστό σήμερα ξενοδοχείο «La Mirage»– και το «Κοσμοπολίτ» προς τη Βεραντζέρου. Σχεδόν απέναντι επί της Σατωβριάνδου, απέναντι από το ξενοδοχείο «ΕΛΛΑΣ» –ρημάζει κι αυτό κλειστό μαζί με όλα τα μαγαζιά της γωνίας– ήταν κι ο κινηματογράφος «Ομόνοια», που λειτουργούσε στο υπόγειο του ομώνυμου πολυτελούς ξενοδοχείου. Το άλλο μεγάλο ξενοδοχείο που θυμάμαι εκεί γύρω ήταν το «Ambassador», στην οδό Σωκράτους, ενώ πιο κάτω σε μια στενή πολυκατοικία στεγαζόταν το «6ο», μ’ έναν αστυνομικό πάντα να κάνει βόλτες μπρος στην είσοδο. Βεραντζέρου και Γ’ Σεπτεμβρίου ήταν η γωνία τις γλυκιάς μου απόλαυσης, το «Λαύριον», το ζαχαροπλαστείο, με τις υπέροχες σοκολατίνες που έδωσε το όνομά του και στην μικρή πλατεία απέναντι επί της Γ’ Σεπτεμβρίου –ευτυχώς το «ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ» σώζει στις μέρες μας τη γλυκιά παράδοση.
Χίλιες δυο εικόνες μπορώ να θυμηθώ απ’ αυτή την περιοχή, που εξακολουθώ κάθε πρωινό, λόγω εργασίας πλέον, να περιδιαβαίνω ακόμα. Μου ήρθαν στο μυαλό με αφορμή το αφιέρωμα στην «Κυριακάτικη», για το Εφετείο της οδού Σωκράτους 65, που δεν είναι άλλο από το ξενοδοχείο «Ambassador», των παιδικών μου χρόνων.
Πλατεία Λαυρίου. Τίποτα σήμερα δεν παραπέμπει σε κεντρική περιοχή μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, ούτε καν μιας πόλης που αναπτύχθηκε σεβόμενη την ιστορία και το παρελθόν της. Μόνον ο κωφάλαλος λούστρος, με την περιποιημένη μπλε ποδιά και τις χαρακτηριστικές χειρονομίες που χρησιμοποιεί «συνομιλώντας» με τους πελάτες του, έχει μείνει ολόιδιος, απαράλλαχτος στο πέρασμα του χρόνου. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο αποκρουστική αν κατηφορίσεις προς την πλατεία Βάθη ή το Μεταξουργείο. Δεν είναι μακριά ο καιρός, που κι αυτές οι περιοχές θα έχουν την εξέλιξη που είχε κι εκείνη γύρω από την πλατεία Θεάτρου. Και προς τα Εξάρχεια όμως –που κάθε βράδυ «στενάζουν» από τους ένστολους κρανοφόρους και τις κλούβες των ΜΑΤ– η κατάσταση έχει πάρει δυσάρεστη τροπή…
Δεν ξέρω αν είναι συνομωσία, σχέδιο, αδιαφορία ή ανικανότητα, ένα είναι το δεδομένο, ότι το κέντρο της πόλης των Αθηνών έχει εγκαταλειφθεί από τους κυβερνώντες, αλλά κι από τους τοπικούς άρχοντες. Τα πρόσφατα θλιβερά γεγονότα –αλλά κι όσα σποραδικά εκδηλώνονται– είναι μόνο το ανησυχητικό προανάκρουσμα ενός όχι πολύ μακρινού αύριο, που η κατάσταση θα είναι μη αναστρέψιμη κι η πόλη αναγκαστικά θα αστυνομοκρατείται για να μπορεί υπάρχει και να λειτουργεί.
Δεν της αξίζει ένα τέτοιο αύριο της Αθήνας.
Αυτή η πόλη, όλους μπορεί να τους αγκαλιάσει, να τους θρέψει, να τους σεργιανίσει, να τους αγαπήσει, φτάνει λίγο να της δείξουν σεβασμό, αγάπη, ενδιαφέρον, φροντίδα. Στην πόλη που γεννήθηκε και άκμασε η δημοκρατία, δεν χρειάζεται αυταρχισμός και βία. Χρειάζεται πρώτ’ απ’ όλα η βούληση κι η απόφαση από τις πολύμορφες και πολυώνυμες εξουσίες που σήμερα μόνο την απομυζούν και τη δυναστεύουν (υπουργεία, δήμος, νομαρχία, δημόσιες υπηρεσίες, ΔΕΗ, ΟΤΕ, τράπεζες, πανεπιστήμια κ.λπ.). Χρειάζεται μεταξύ τους διάλογος, συνεργασία και συμφωνία, ώστε να σχεδιάσουν και να χρηματοδοτήσουν από κοινού ένα αύριο που θα είναι πολύχρωμο, πολυπολιτισμικό, πολυφωνικό και πολύβουο. Ένα αύριο, που δεν θα ανήκει μόνο σ' όσους επιμένουν να μένουν και να πασχίζουν για την Αθήνα, αλλά θα προσελκύσει κι άλλους, για την ομορφιά και την ποιότητα της ζωής. Ένα αύριο, μιας πρωτεύουσας πόλης αντάξιο της ιστορίας και της πολιτιστικής της κληρονομιάς.

Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ

Αν ήμουν ο Μπαμπινιώτης, θα έβαζα τα παιδιά να γράψουν για την ελπίδα. Θα τα προέτρεπα να εκφράσουν αυτά που τα εμπνέουν, που τα συναρπάζουν, που θα ήθελαν να επιδιώξουν στη ζωή τους. Όχι επαγγελματικά, περιβάλλοντα, οικογένειες και πολιτιστικές ταυτότητες. Όχι όλα αυτά, για τα οποία όλοι εμείς οι «μεγάλοι» έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας -ακροβατώντας μεταξύ των συναισθηματισμών της μεταπολίτευσης και του κυνισμού της παγκοσμιοποίησης- και βάζουμε τα παιδιά να μας τα εκθέσουν. Όχι δεν θα έβαζα τα παιδιά να εκτεθούν, να γράψουν για τα δήθεν προβλήματα, τις δήθεν κρίσεις, τις δήθεν σχέσεις, τις δήθεν εξετάσεις.
Θα δοκίμαζα ν’ αχρηστεύσω όλα τα βοηθήματα και τα λυσάρια για ν’ αναδείξω την ψυχή αυτών των παιδιών, για ν’ αναζητήσουν μέσα τους εκείνη τη φλόγα που σε κάνει ν’ αγαπάς, να οραματίζεσαι, να επιθυμείς, να συμμετέχεις, να ελπίζεις. Θα προκαλούσα τον αυθορμητισμό τους, την ζωντάνια τους, τις ιδέες τους, την επινοητικότητά τους για ν’ ακυρώσουμε τα καλούπια και την τυποποίηση στην πράξη. Ναι, αυτή την τεχνηέντως κατασκευασμένη σαν κορυφαία στιγμή της ζωής τους, θα τα καλούσα να τολμήσουν να ξεφύγουν, να εκφράσουν στο χαρτί ό,τι νομίζουν πως για να το πετύχεις, αξίζει να διεκδικήσεις με πάθος, να ματώσεις, να ξενυχτήσεις, να κοπιάσεις.
Αν ήμουν ο Μπαμπινιώτης και κατόρθωνα με το θέμα αυτό να φωτίσω τα κουρασμένα απ’ το διάβασμα μάτια, να συσπάσω τα σφιγμένα απ’ την αγωνία χείλη, να λύσω τα δεμένα απ’ το άγχος χέρια, ν’ ανοίξω τις κλειδωμένες απ’ την καθημερινότητα νεανικές ψυχές, θα έλεγα πως η ελπίδα δεν έχει πεθάνει. Θα έλεγα πως όσο έχουν αυτά τα παιδιά ελπίδα, όλοι μας μπορούμε να ελπίζουμε…
Καλή σου επιτυχία, αγόρι μου!... Καλή επιτυχία σε όλα τα παιδιά!!

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΜΠΑΜΠΑΚΟ

Φιγούρες, χάρτινες, δερμάτινες, σκαλισμένες, ασπρόμαυρες, ζωγραφιστές. Χαρακτήρες, σπιρτόζοι, κουτοπόνηροι, αυταρχικοί, ναζιάρηδες, ελληνικοί. Ιστορίες, διασκεδαστικές, περιπετειώδεις, εμπνευσμένες, παραδοσιακές, ξεκαρδιστικές.
Μπορεί να σβήσανε για πάντα τα φώτα του μπερντέ για τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο καραγκιόζης όμως μπορεί να ροχαλίζει ήσυχος πως δεν έμεινε στη σκιά. Μπορεί να μην ξαναμιλήσει μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική ένρινα βραχνή φωνή του, τη φωνή που όλοι έχουμε φυλάξει τρυφερά στη μνήμη μας, το ταξίδι του όμως στην αιωνιότητα δεν μπορεί να το διακόψει κανένας δράκος, κανένας Βεληγκέκας, κανένα καταραμένο φίδι. Μπορεί το κολλητήρι να μην πρόλαβε να μάθει πόσο κάνουν τρία και δύο, χιλιάδες όμως πιτσιρίκια έμαθαν να γελούν αυθόρμητα και να διασκεδάζουν με τα κατορθώματά του. Το ποτιστήρι, η φασολάδα, η παράγκα, μπορεί να σκοτείνιασαν ξαφνικά, παραμένουν όμως διαχρονικά σύμβολα και συνειρμοί για το ατίθασο κι ελεύθερο πνεύμα, για την ολιγαρκή και λιτή καθημερινότητα, για την αυτάρκη κι ανεπιτήδευτη ζωή.
Το σπουδαίο που προσέφερε ο Ευγένιος Σπαθάρης στον καραγκιόζη, είναι ότι τον έβγαλε από τη σκιά της σκιάς του. Τον ανέσυρε από την ανωνυμία, την ανυποληψία και τη μιζέρια και τον έστησε περήφανο, ανυπόταχτο και αυτόφωτο μπροστά στο φως. Τον έπιασε απ’ το αρθρωτό μακρύ – μακρύ του χέρι και τον πήγε σε κάθε γωνιά του κόσμου, πότε σαν γιατρό, πότε σαν γαμπρό, πότε στο δικαστήριο και πότε δίπλα στο Μεγαλέξανδρο. Τον ενσωμάτωσε στη λαϊκή παράδοση, δίχως να παραβλέψει ή ν’ αποσιωπήσει το παραμικρό απ’ την ανατολίτικη καταγωγή του και τον ανέδειξε ως χαρακτηριστική φυσιογνωμία και αυθεντικό χαρακτήρα ρωμιού, που επιβιώνει, συναναστρέφεται, ελίσσεται και διασκεδάζει.
Το μέγεθος και το μεγαλείο των πραγματικά «μεγάλων», αναδεικνύεται κι επιβεβαιώνεται από το κενό που αισθάνεσαι ν’ αφήνουν με την αποχώρησή τους. Το κενό κι η έλλειψη, που δεν προκύπτει από πομπώδεις βιογραφίες ή επώνυμες υπερβολές κι αμετροέπειες, αλλά φωλιάζει σαν γλυκόπικρο δάκρυ στην ψυχή του καθενός, του ανώνυμου, του λαού. Όλων εκείνων που νοιώθουν ορφανοί, μόνοι κι αισθάνονται την ανάγκη με όποιο τρόπο μπορούν να το εκφράσουν για να λυτρωθούν, για να πιστέψουν ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει, ότι όλα εξακολουθούν να είναι όπως πριν.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης πέτυχε να είναι τόσο κοντά μας, ώστε όλοι να έχουμε τη βεβαιότητα –άσχετα αν έχουμε χρόνια να δούμε παράστασή του– ότι όλα εξακολουθούν να είναι όπως πριν. Ότι κι εμείς είμαστε όπως τότε κι ότι κάποια στιγμή, είναι δυνατόν να σβήσουν τα φώτα, να χτυπήσει η κουδούνα, ν’ αντηχήσουν οι φωνές από το θορυβώδες τσούρμο του θεάτρου σκιών κι ο καραγκιόζης να διαγράψει με τη σκιά του τις σκιές της καθημερινότητάς μας, συνεπάιρνοντάς μας και πάλι σαν μικρά παιδιά στα πασίγνωστα γλέντια του. Γι’ αυτό είναι μεγάλος…

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

ΣΤΟΝ ΠΑΤΟ

Κατάντησε μονότονο πια ν’ αναρωτιόμαστε κάθε τρεις και λίγο: «Υπάρχει πιο κάτω;» Ποντισμένοι στα βάθη, κοιτάμε χρόνο με το χρόνο προς τα κάτω κι επειδή βλέπουμε μόνο σκοτάδι και μαυρίλα, νομίζουμε πως έχει κι άλλο πιο κάτω. Δεν έχει παρακάτω, έχουμε πιάσει από καιρό πάτο.
Στον πάτο, όλα μοιάζουν να έχουν ομοιομορφία και σταθερότητα, οι θεσμοί, οι κανόνες, οι διαδικασίες, οι πολιτικές. Στον πάτο, η ακινησία κι η επανάληψη φαίνεται να είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των ιδεών, των προβληματισμών, των συναισθημάτων, των γεγονότων. Στον πάτο, το εγώ κι η ιδιοτέλεια επιβάλλονται αμείλικτα στη συλλογικότητα, στην ισότητα, στην αλληλεγγύη, στη δικαιοσύνη. Στον πάτο, οι εξουσίες κι οι αρχές αντιλαμβάνονται το δημόσιο συμφέρον με βάση το πολιτικό κόστος, τις πελατειακές σχέσεις, τις εξαρτήσεις, τις δημοσκοπήσεις. Στον πάτο, οι ανάγκες κι οι συμπεριφορές των κοινωνιών προσαρμόζονται στα πρότυπα του life style, των ΜΜΕ, της παραπολιτικής, της ανηθικότητας.
Όλα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες, τους τελευταίους μήνες στον τόπο μας δεν είναι αιφνίδια ούτε ίσως πρωτοφανή, είναι εκφάνσεις της πραγματικότητας, πτυχές της παρακμής κι εκδηλώσεις της κρίσης. Είναι η μονότονη αναπαραγωγή της καθημερινότητας όπως την επιβάλλουν οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα. Είναι η παρατεταμένη ανοχή να κινούμαστε λάθρα στις στήλες της παραπολιτικής. Είναι η προϊούσα κυριαρχία της σκοπιμότητας, του κέρδους και του μικροϋπολογισμού στις κάθε είδους δραστηριότητες και σχέσεις. Είναι τα βαρίδια κι οι σκουριασμένες άγκυρες, που μας δένουν και μας κρατούν στον πάτο. Στον πάτο, που ολοένα γίνεται πιο πνιγηρός κι αποπνικτικός από τα λογής - λογής σκουπίδια, ακαθαρσίες και περιττώματα.
Κάποιοι ψάχνουν το γαλάζιο κοιτάζοντας επίμονα κι εναγώνια προς τα πάνω. Κάποιοι αρκούνται βαριεστημένοι στην αποχαύνωση του γαλάζιου της οθόνης. Κάποιοι βολεύονται όπως – όπως με το γαλάζιο της ταυτότητας. Καθένας με τις ανάγκες του, τις προτεραιότητες, τις επιθυμίες, τις γνώσεις του, όλοι μαζί όμως συνυπεύθυνοι κι όχι απλώς συγκάτοικοι στον πάτο του βαρελιού. Συνυπεύθυνοι για όσα συνέβησαν, για όσα συμβαίνουν και για όσα θα συμβούν. Συνυπεύθυνοι πρώτα για τον εαυτό μας και τις πράξεις μας και μετά για τους απέναντι, γιατί οι απέναντι δεν είναι τίποτε περισσότερο ούτε τίποτε λιγότερο από την εικόνα μας, το είδωλό μας. Οι απέναντι είμαστε εμείς οι ίδιοι…

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Η τζιτζιφιά ήταν το σήμα κατατεθέν. Ψηλή, λεπτή, δίπλα από τη μικρή μεταλλική πόρτα της αυλής, πίσω από τη χαμηλή μάντρα. Τέτοια εποχή τα παρτέρια κατά μήκος του στενού διαδρόμου και ολόγυρα της αυλής ήταν πλημμυρισμένα με χρώματα και ευωδιές. Τα συναγωνίζονταν οι γλάστρες με τις μικροσκοπικές πιπεριές, τα γεράνια, το πλατύφυλλο και τ’ άλλα λουλούδια δεξιά κι αριστερά απ’ τα σκαλοπάτια. Τα χελιδόνια, πηγαινοέρχονταν ακούραστα τιτιβίζοντας βιαστικά, αναζητώντας μετά από κάθε βόλτα τους τα ανυπόμονα νεογέννητα στόματα, που κούρνιαζαν ψηλά στη μικρή φροντισμένη φωλιά τους ολόγυρα απ’ το καλώδιο της λάμπας στη μικρή βεράντα μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Οι κάτασπροι απ’ τον ασβέστη τοίχοι στολίζονταν από τ’ αναρίθμητα μπιζέλια και το μοσχοβόλο γιασεμί και συμπλήρωναν την ανοιξιάτικη πανδαισία των Κυριακών μου στην αυλή της γιαγιάς στο προσφυγικό τής Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Παράλληλα στο μακρόστενο οικόπεδο, το σπίτι –ελαφρώς υπερυψωμένο– με δυο δωμάτια που τα ένωνε ένα μικρό χωλ. Η κατακόκκινης απόχρωσης «πάντα», καρφωμένη στον απέναντι τοίχο, ήταν το πρώτο πράγμα που τραβούσε το βλέμμα μπαίνοντας στο χωλ από την κατά κανόνα ανοιχτή πόρτα της εισόδου. Πάνω της κεντημένοι δυο αγέρωχοι καβαλάρηδες που στέκονταν αντικριστά –φύλακες άγγελοι θαρρείς– πάνω από το μικρό ντιβάνι, τη γωνιά της γιαγιάς, τον χώρο υποδοχής. Εκεί κι η σόμπα, η κρεμάστρα, το τηλέφωνο. Το μεταλλικό άσπρο κρεβάτι δέσποζε στην κρεβατοκάμαρα, που όμως χρησιμοποιούνταν και σαν τραπεζαρία, αφού ήταν δίπλα στην υποτυπώδη κουζίνα. Ο μεγάλος μπουφές με τον σκαλιστό καθρέφτη ξεχώριζε στο άλλο δωμάτιο –κάτι σαν σάλα– που το ξύλινο δάπεδό του έτριζε σε κάθε βήμα και που για μένα, στη σκέψη και μόνο ότι από κάτω υπήρχε ένα σκοτεινό κλειστό από πάντα υπόγειο, φούντωνε τη φαντασία κι έκανε την παιδική μου καρδιά να χτυπά τρελά, αν τύχαινε να περπατήσω βράδυ στα παλιά σανίδια. Ο καμπινές έξω, στην πίσω αυλή, εκεί δίπλα που αργότερα χτίστηκε μια κάμαρα και μια κουζινούλα με πατάρι για να στεγάσει όπως – όπως τα όνειρα της νιόπαντρης τότε θείας. Μετά τον ξενιτεμό της, κατοικήθηκε από τον αδερφό της που ζούσε πάντα μαζί με τη γιαγιά.
Έπαιξα, έτρεξα και γέλασα στην αυλή του, δεν το αισθάνθηκα όμως ποτέ να μου χαμογελά με ξενοιασιά και τρυφερότητα. Ξάπλωσα και κοιμήθηκα κάτω απ’ τα σκεπάσματά του, αλλά τα μόνα παραμύθια που ήξερε ήταν μοναξιά, σκοτάδι και σιωπή. Έφαγα με όρεξη καθισμένος στα σκαλοπάτια το αφράτο φρέσκο ψωμί και το τυρί, δεν με άγγιξε όμως ποτέ το ενδιαφέρον κι η αγάπη του. Καρδιοχτύπησα εξερευνώντας τις γωνιές και τις κρυψώνες του, μ’ έσφιγγε όμως το αυστηρό βλέμμα τού κάθε τι που άγγιζα. Άκουσα ν’ ανακατεύονται με δύναμη αντρικές και γυναικείες φωνές, είδα να μπαινοβγαίνουν οργισμένα συγγενικά πρόσωπα, δεν άκουσα γέλια και τραγούδια, δεν είδα να φιλιούνται και ν’ αγκαλιάζονται. Περπάτησα δυο ώρες για να φτάσω ως αυτό, ελπίζοντας να με περιμένει το πολυπόθητο ηλεκτρικό τρενάκι, αλλά γύρισα με τα μάτια γεμάτα απογοήτευση και πάλι με τα πόδια. Μόνο όταν συναντούσα τα ξαδέρφια μου έμοιαζε ν’ αλλάζει η διάθεσή του, τότε που δεν μ’ ένοιαζε αν ασχολείται μαζί μου και αδιαφορούσα για το τι έκανε και πού βρισκόταν, γιατί εκείνες τις στιγμές, εκείνες τις αξέχαστες ώρες, με πλημμύριζε η λαχτάρα και το ενδιαφέρον της Στέλλας, του Γιάννη, του Χρήστου, αισθανόμουν τη ζωή να κυλά καυτή στο άγουρο εφηβικό μου αίμα.
Αν τα σπίτια παίρνουν κάτι απ’ τις ψυχές των ανθρώπων που τα κατοικούν, αυτό το σπίτι έκλεινε πολύ μοναξιά, πολύ μελαγχολία, πολύ πίκρα. Αν τα σπίτια ανασαίνουν και ζουν μαζί με τα όνειρα, τις ελπίδες και τις προσδοκίες των ανθρώπων που τα κατοικούν, αυτό το σπίτι βαριανάσαινε την απελπισία της διάψευσης, ακολουθούσε ασθμαίνοντας το μονοπάτι της εγκατάλειψης, πνιγόταν αργοπεθαίνοντας από το ρόγχο του μοιραίου. Ήταν αδύνατο η τρυφερή παιδική μου αθωότητα να του δώσει πνοή ζωής. Ήταν αδύνατο η αυθόρμητη χαρά κι η ζωντάνια μου να ξυπνήσει τα από χρόνια νεκρωμένα συναισθήματα κι απαντοχές του. Ήταν αδύνατο η λαχτάρα κι η επιθυμία μου να βρίσκομαι κοντά του να του δώσει τη δύναμη και το κουράγιο να κρατήσει μαζί τους ανθρώπους του.
Το σπίτι ρημάζει. Πνιγμένο απ’ τα δέντρα και τα φυτά που κάποτε το στόλιζαν. Εγκαταλειμμένο για πάντα από εκείνους που κάποτε πλήγωνε. Λησμονημένο απ’ όσους έφυγαν. Παρατημένο απ’ όσους εγκατέλειψε. Κρύβεται μέσα στην ασχήμια των χαλασμάτων, ενώ γύρω του ανθίζει η ζωή. Λεηλατείται από κάθε λογής τρωκτικά, σαν το σαράκι που έτρωγε κάποτε τις ζωές των ανθρώπων του. Μόνο η «πάντα» –κουρελιασμένη πια και με τους ιππότες χαμένους μέσα στα ξέφτια της πολυκαιρίας– διακρίνεται από το χάος της εισόδου στον μισογκρεμισμένο τοίχο, μάρτυρας θλιβερός της ζωής που κάποτε πέρασε μέσα απ’ αυτό το σπίτι, αλλά που δε μπόρεσε να την κρατήσει για πάντα, γιατί τα σπίτια ζουν όταν φωλιάζει μέσα τους και ζεσταίνεται απ’ την αγάπη των ανθρώπων η ζωή κι όχι όταν φυλακίζονται και σέρνονται σαν τα φαντάσματα έρημες ανθρώπινες ψυχές.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Ο ΜΕΣΤΟΥΣΗΣ

Δεν σας έχω μιλήσει για τη Χίο. Μόνο σκόρπιες αναφορές έχω κάνει και τίποτε περισσότερο. Σήμερα, λοιπόν, θα σας μιλήσω για τον Μιχάλη απ’ τα Μεστά, κι είναι σαν να σας μιλάω για τη Χίο, τη Χίο μου. Ναι, οι τόποι έχουν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων τους, των ανθρώπων που αφήνουν τις πατημασιές τους στο ηλιοκαμένο χώμα και στα κακοτράχαλα μονοπάτια τους, ποτίζονται από την αρμύρα της θάλασσας, ερωτοτροπούν με τη βροχή και ραίνονται με άνθη μηλιάς ή κερασιάς, ανακατεύουν τις μυρωδιές και τις μπερδεύουν με συναισθήματα, διηγούνται απόκοσμες ιστορίες ή πλάθουν παράξενους μύθους, ξυπνούν και κοιμούνται κάτω απ’ τον ουρανό τους, γεννιούνται και πεθαίνουν εκεί. Αυτή είναι άλλωστε, όπως νομίζω, κι η διαφορά των «τόπων» από τις «πόλεις». Οι τόποι είναι οι ρίζες, τα γεννοφάσκια, οι αφετηρίες, αυτό που υπήρχε και θα υπάρχει ανεξάρτητα από ανθρώπους, ενώ οι πόλεις είναι οι συμβατικές διαδρομές ανθρώπων, που δημιουργούνται και χάνονται από τις ανάγκες, τις συγκυρίες, τις σκοπιμότητες.

Ο Τζώνη και το τζιπ του, έκαναν τις καλοκαιρινές συνήθως διαδρομές τους συνοδεία μπουζουκιού από τον Μιχάλη, μόλις η σούμα είχε ποτίσει καλά-καλά τον ουρανίσκο και το λαρύγγι φλεγόταν όχι θαρρείς σε κάθε γουλιά, αλλά πιο πολύ από τα χαχανητά, όπως ξετυλίγονταν οι γεμάτες παράφωνες κορώνες ερωτικές περιπέτειες του αμερικάνου καρδιοκατακτητή.


Στα Νοτιόχωρα ή Μαστιχοχώρια βρισκόμασταν συνήθως καλοκαίρι. Τα Μεστά, το Πυργί, τα Μαύρα Βόλια, η Κώμη, ο Εμποριός, αλλά και τα Νένητα, η Κοινή κι η Καλαμωτή, ήταν οι συχνότερες αναφορές μας, μια για κανένα φρούτο, μια για την καθιερωμένη εφημερίδα, μια για τον παραδοσιακό… φραπέ, μια για κάποιο τοπικό πανηγύρι και πάει λέγοντας. Τα ουζάκια –αν ξεφεύγαμε απ’ το Λιβάδι και τον… Καράμπελα– στο Λιθί, την Αγία Ειρήνη ή στον Λιμένα, στου Φραδελάκη ή του Παπαμιχαλάκη. Το μπάνιο και το ψάρεμα όμως είχαν αποκλειστικότητα: Διδύμα. Και μη βιαστείτε –όσοι γνώστες– να πείτε πως δεν έχει θάλασσα στη Μέσα –ή στην ΈξωΔιδύμα. Η δική μας Διδύμα έχει και παραέχει κι είναι ο κολπίσκος αμέσως μετά τον Λιμένα των Μεστών στο δρόμο προς Ελάτα και κοιτά απέναντι τη Βολισσό, τα Λημνιά και τη Σιδηρούντα.


Παρθένο μέρος πριν είκοσι χρόνια. Με ένα-δυο αρμυρίκια σε κάποιες άκρες των εγκαταλελειμμένων χωραφιών κι αμπελιών. Σε κάποιο απ’ αυτά –κάτω απ’ το Αυγουστιάτικο λιοπύρι– μας έβγαλε ο Μιχάλης τους πιο αυγομένους αχινούς που είχα γευτεί ως τότε και με το αγγούρι και τη ντομάτα πάνω στην καρό πετσέτα, το τυρί στο χέρι και το ζαμπονάκι για συμπλήρωμα, αντιλάλησαν –ντάλα μεσημέρι– οι ιστορίες του Τζώνη στην απέναντι καταπράσινη από τα πεύκα πλαγιά, τρεκλίζοντας τις μεθυσμένες μας νότες από την ανέρωτη Απαλαρίνα.


Ύστερα το στενό μονοπάτι έγινε με τη φροντίδα του κυρ Αλέκου χωματόδρομος κι η παλιά πετρόχτιστη βότα ξαναζωντάνεψε από τα μαστορικά χέρια του Ηλία του Φορμόζου.


Όταν ξεκινούσε να έρθει για παρέα κάποια βράδια το ξεχωρίζαμε μόλις το τρίκυκλο αγροτικό του έπιανε τη στροφή ψηλά στην πλαγιά, ο χαρακτηριστικός του θόρυβος κονιορτοποιούσε για λίγα λεπτά την απόλυτη γαλήνη της βραδιάς. Βαστούσε πάντα φρέσκα ψάρια –από το περίσσευμα της καλής του της καρδιάς– κεφάλους και λαυράκια, που πιο μεγάλα δεν έχω ξαναδεί από τότε. Για πότε γινόταν η στενή βεράντα σκούνα που μας σεργιάνιζε στα πεντακάθαρα νερά του Αιγαίου, μόνο το φεγγάρι το καταλάβαινε. Τα φώτα της Βολισσού απ’ αντίκρυ λαμπύριζαν παράξενα όσο προχωρούσε η ώρα κι ο Τζώνυ ήταν έτοιμος –για μια ακόμα φορά– να παραδοθεί –μαζί με μας που είχαμε παραδοθεί στη μέθη της σούμας– στο λάγνο βλέμμα μιας άγνωστης νεαρής μεξικάνας.


Ετοίμαζε από καιρό τη μικρή ξύλινη βαρκούλα που μας δάνειζε για το ερασιτεχνικό μας ψάρεμα. Τι κουπί είχα τραβήξει, κάλλους έβγαζαν οι άψητες παλάμες μου! Κι εκτός από τους χάνους –που τους είχαμε ταράξει με την καθετή– θα μου μείνει αξέχαστη η φορά που, κωπηλατώντας τη από τον Λιμένα προς την παραλία μας, έπιασε τέτοια θάλασσα έξω απ’ το λιμάνι, που, μέχρι να καβατζάρουμε στο διπλανό κολπίσκο της Διδύμας, έλεγα –μια ανάσα από τα άγρια θαλασσοδαρμένα απόκοσμα βράχια– ότι δεν θα κατάφερνα με τίποτα να ξαναπατήσω στη στεριά!...


Μια ζωή ζυμωμένος με τη θάλασσα, παλιός ναυτικός, μα, είχε περάσει από χίλια δυο επαγγέλματα. Ηλιοκαμένος και ξερακιανός με τραχιές και δουλεμένες σκληρά παλάμες, έσφιγγε με λατρεία το μπουζούκι στην αγκαλιά του σαν μωρό, σαν βρέφος που το χαϊδεύεις τρυφερά κι αυτό παραδίνεται στο χάδι απαντώντας μ’ ένα γλυκό μονότονο ρονρόρισμα. Η φωνή του ζεστή και αντρίκια έσβηνε στα ξερά χείλη του, μόλις αναδυόταν εκείνο το τόσο εγκάρδιο και πηγαίο χαμόγελό του. Οι κινήσεις του χαρακτηριστικές, εκφραστικός και παραστατικός για ό,τι κι αν σου μιλούσε, από τις ιστορίες στα καράβια μέχρι το τάβλι. Αχ, αυτό το τάβλι, θα μπορούσε να παίζει όλη τη νύχτα μέχρι το –παλιό– «Νήσος Χίος» να φτάσει στο λιμάνι της Χώρας!... Μεστούσης.
Τον θυμήθηκα με νοσταλγία χτες βράδυ, ώρες που η συγκίνηση για κάποιον άλλο Μεστούση που χάθηκε πρόωρα φόρτιζε την ατμόσφαιρα, εκτοπίζοντας αιφνίδια το ευχάριστο και γιορταστικό κλίμα των ημερών.


Είμαι βέβαιος, ότι οι ιστορίες του Τζώνη θα ακούγονται και πάλι κάπου εκεί ψηλά, καθώς τα ποτήρια με τη σούμα θα υψώνονται απ’ τα ξαδέρφια που ξανάσμιξαν –όπως τότε στον τόπο τους– μαζί με τα πειράγματα, τα γέλια και τα χωρατά, που θα μας κάνουν εδώ στην πόλη να νομίζουμε, πως πιο εύκολα μπορούμε την πίκρα και τον πόνο να βαστάξουμε.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΡΙ

Πάσχα έρχεται και το θρησκευτικό συναίσθημα λίγο – πολύ βρίσκεται σε έξαρση. Οι καμπάνες που ηχούν καθημερινά, υπενθυμίζουν την ιδιαιτερότητα των ημερών κι επιβάλλουν με τον οξύ μεταλλικό τους ήχο το ρυθμό της καθημερινότητας.
Μεγάλη Εβδομάδα αρχίζει σήμερα και μέρα τη μέρα οι εκκλησίες θα γεμίζουν πιστούς για να παρακολουθήσουν την εξέλιξη και την κορύφωση των «Παθών». Εξαντλητικό το τελετουργικό, που οδηγεί βήμα το βήμα μέχρι τη μεγάλη στιγμή της χριστιανοσύνης, την Ανάσταση.
Πολύς ο κόσμος που θα διαβεί και πάλι το κατώφλι κάποιας εκκλησίας, αφού αυτές τις μέρες εκτός από εκείνους που εκκλησιάζονται τακτικά, οι περισσότεροι πηγαίνουν για ν’ ανάψουν ένα κερί «για το καλό», από έθιμο, αν κι εδώ που τα λέμε, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, χρόνο με το χρόνο όλο και πιο πολλοί στρέφονται στην παρηγοριά της θρησκείας μέσω της εκκλησίας.
Καθένας με την είσοδό του στο ναό, μετουσιώνοντας την αγάπη και την αλληλεγγύη του προς τον συνάνθρωπο σε πράξη, θα προσφέρει απ’ το περίσσευμα ή το υστέρημά του κατά τα πατροπαράδοτα. Ποιος άραγε δεν μπορεί ν’ ανακαλέσει με ευκολία στη μνήμη του τον ήχο του «οβολού», όπως πέφτει μέσα στο παγκάρι;
Ενώ όμως η αυθόρμητη κι εκούσια συνεισφορά στο «φιλόπτωχο ταμείο» έχει γίνει συνήθεια κι αναπόσπαστη χειρονομία καλής θέλησης εκ μέρους των πιστών που προσέρχονται στις εκκλησίες, η περιφορά του «δίσκου» αποτελεί απαράδεκτη κι εν πολλοίς εξευτελιστική για την εκκλησία διαδικασία. Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι περισσότερο αγοραίο κι αποπροσανατολιστικό από να ψάχνουν οι εκκλησιαζόμενοι το πορτοφόλι τους κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
Η αγάπη, η καλοσύνη, η φιλευσπλαχνία, η αλληλεγγύη δεν επαιτούνται, ούτε απαιτούνται. Αποτελούν συναισθήματα που έχουν εσωτερικευθεί και εκδηλώνονται με διακριτικότητα, σεβασμό και αξιοπρέπεια. Η επίσημη Εκκλησία με το θεσμό του «δίσκου» καταπατά κάθε έννοια ελεύθερης βούλησης των πιστών, αλλοιώνει τον κατανυκτικό χαρακτήρα της λειτουργίας και αναμιγνύει τα υπερκόσμια με τα εγκόσμια. Ανατρέχοντας σχετικές πηγές στο διαδίκτυο, ανακάλυψα και οδηγία για τον τρόπο που θα πρέπει οι Επίτροποι ν’ αδειάζουν τους «δίσκους» στο παγκάρι, «ώστε ο θόρυβος των κερμάτων νά μή ενοχλεί κανένα, ούτε νά σκανδαλίζει».
Το μέγεθος κι η αποτίμηση της «εκκλησιαστικής», όπως λέγεται, περιουσίας έχει αποτελέσει θέμα για μύρια όσα άρθρα, σχόλια και αντιπαραθέσεις. Το ίδιο και για το χάος με τα μυριάδες -περισσότερα από 10.000- εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (μητροπόλεις, ναοί, μονές, προσκυνήματα, ιδρύματα, κληροδοτήματα κ.ά.). Δεν θα λύσουμε τώρα –αμφιβάλουμε κι αν θα λυθεί ποτέ– αυτό το θέμα. Το θέμα όμως της «περιφοράς δίσκου» κατά τη διάρκεια της λειτουργίας είναι ένα θέμα που μπορεί και πρέπει να λυθεί άμεσα. Η κατάργηση αυτού του αήθους «εκβιασμού» των εκκλησιαζόμενων στο όνομα της στήριξης των ναών ή κι εγώ δεν ξέρω ποιού, είναι αναγκαίο να τερματιστεί.
Δεν θα χρησιμοποιήσουμε ως επιχείρημα τη φορολογική ασυλία της Εκκλησίας ενόψει της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας, ούτε την εν πολλοίς λαϊκιστική κριτική για τη χλιδή και την υπερβολή που παρατηρείται στις εκδηλώσεις πολλών ιεραρχών και ιερών ναών. Δεν θα εκμεταλλευτούμε τις αμφιλεγόμενες δραστηριότητες που πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας και πρόσβαλαν το κοινό αίσθημα (βλέπε Βατοπέδιο). Υποστηρίζουμε μόνο την ανάγκη ν’ αποκτήσει ο εκκλησιασμός, αυτό το καταφύγιο της ψυχής για τους πιστούς, τα πνευματικά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να τον διακρίνουν και ν’ απαλλαγεί από στοιχεία που αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του και προκαλούν το θρησκευτικό συναίσθημα.
Οι «λαϊκοί» έχουν το κριτήριο και το αισθητήριο να συμπαραστέκονται και να υποστηρίζουν εκεί που υπάρχουν πραγματικές ανάγκες. Ας τους δείξει κι η Εκκλησία την εμπιστοσύνη της, ας αρκεστεί στην ενθάρρυνση και στην εμψύχωση των πιστών κι ας αφεθεί στην ελεύθερη κρίση και την αγάπη τους. Είμαι βέβαιος, ότι όχι μόνο θα εκπλαγεί από το αλάθητο και τη διακριτικότητα των πρωτοβουλιών τους, αλλά θα εισπράξει ως «σώμα» και πολλαπλάσια. Κι αυτά τα «έσοδα» –αν αναφερόμαστε φυσικά σε πνευματικό ίδρυμα– δεν αποτιμώνται μόνο από Εκκλησιαστικά Συμβούλια κι Ερανικές Επιτροπές, αλλά προπαντός από γαλήνιες συνειδήσεις και χαμόγελα αγάπης.

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ...

Δεν ξέρω αν σου έχει συμβεί να αισθάνεσαι κάποιον ολότελα δικό σου, αν και δεν τον ξέρεις, ούτε έχεις κάτι κοινό μαζί του, απλώς και μόνο ταυτίζεσαι μαζί του επειδή υποφέρει, βρίσκεται σε κίνδυνο ή σε δεινή θέση. Αγωνιάς κι υποφέρεις, μετράς λεπτά κι αφουγκράζεσαι ραδιόφωνα –λες κι είσαι εσύ αυτός που θα ξανακούσει τη φωνή του…
Ο χτεσινός φονικός σεισμός στην Ιταλία έθαψε κάτω από τα χαλάσματα όχι μόνο κορμιά ζεστά από τον ύπνο ή τον έρωτα, όχι μόνο γαλανά μάτια και κατακόκκινα χείλη, όχι μόνο ανάσες και όνειρα. Έθαψε την ελπίδα, μια ελπίδα που φυτρώνει κάθε φορά που, ενώ κάποια κρύα είδηση για καταστροφικό σεισμό κάνει το γύρο του κόσμου, μια φωνή ακούγεται κάτω από τα χαλάσματα…
Η φωνή του Βασίλη ήταν που έκανε να φυτρώσει στην ψυχή μου η χτεσινή ελπίδα. Λες και όλα θα γίνονταν όπως πριν αν ο Βασίλης τα κατάφερνε. Λες κι η ζωή θα γύριζε τους λεπτοδείχτες της πίσω. Λες και μέσα στην ψυχή μου όλα θα γαλήνευαν και το ύπουλο τράνταγμα δεν θα μπορούσε να κάνει κακό πια σε κανέναν…
Αισθάνομαι να μιλώ σαν για κάποιο δικό μου, τώρα που η φωνή του Βασίλη σιώπησε. Τώρα που το κορμί του παγώνει τους χυμούς της ζωής κι η ψυχή του αναζητά –μαζί μου– τα αναπάντητα «γιατί;»
Να γίνω εγώ μια φωνή σαν του Βασίλη τολμώ και να πω, πως κανείς δεν ξέρει πότε θα είναι η επόμενη φορά, πότε θ’ ακουστεί η επόμενη φωνή… Ας κάνουμε ως τότε ότι περνά απ’ το χέρι μας να είναι όλα στη θέση τους κι εμείς έτοιμοι…

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

"Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ"

Όταν ο Γιάκομπ άφησε το βλέμμα του να φύγει στο άπειρο και βούτηξε, σου έσφιξα ασυναίσθητα το χέρι. Κι έμεινα έτσι ως το τέλος, δίχως ο χρόνος να σταθεί ανάμεσά μας, όπως δε στάθηκε και πάνω στην οθόνη όσο οι εικόνες ορμούσαν στην ψυχή μου. Έμεινα κι έμεινες βλέποντας την Ελένη να απομακρύνεται μες στην ομίχλη του αύριο. Κι ύστερα, που το σήμερα πήρε φωνή και φώτα και μορφή, λες και το χέρι μου είχε κάτι απ' τη ζεστή της παλάμης σου υγρασία, που έφτανε ως τις άκρες των δαχτύλων σαν χάδι, απ' όσα περασμένα είχαμε ζήσει. Απ' όσα κύλησαν -όχι σαν σε ταινία μπροστά σε σκηνικά, κάμερες, πλατό, και συνεργεία, ούτε κάν μέσα απ' τα μάτια του Αγγελόπουλου του ίδιου- αλλά όσα ξυπνήσανε στο νου μου αλαφιασμένα, είτε στης μνήμης μου βρισκόταν τις κρυψώνες, είτε κάποιων μεγάλων αφηγήσεις, είτε κλεισμένα σε βιβλία, περιοδικά κι εφημερίδες. Αυτά που είχαν μείνει πίσω, απωθημένα, μα όχι τελειωμένα, κάτω απ' τη σκόνη, που ο κουρνιαχτός σηκώνει στο κάθε γύρισμα των εποχών και των αιώνων.
Δεν είμαι ο ειδικός για να σε κρίνω. Να σε κρίνω, που τη συγκίνηση έφερες στα μάτια για έναν έρωτα που -άραγε- υπήρξε; Πού άραγε υπήρξε; Σε ποια ερωτευμένα φυλλοκάρδια έμεινε φλόγα ζωντανή για να διαλύει της ομίχλης τη θαμπάδα και να θερμαίνει την ελπίδα ενός φιλιού πάνω στο χιόνι. Δεν θα σου πω για τα δωμάτια, τις σάλες, τα εργοστάσια, για τις πλατείες, τα γιαπιά και τους σταθμούς, γιατί μπαινόβγαινα δίχως να με αφήνεις, μόνος να νοιώθω την παγωνιά μες στην ψυχή. Δεν θα στο πω, γιατί ήσουν παρών -όχι ακριβώς όπως από πάντα- όμως ήσουν. Το ψιθυρίζανε οι σιωπές, οι απουσίες, οι λυγμοί. Το φανερώνανε τα βλέμματα που έρχονταν πιο κοντά, τα χείλη που τρεμόπαιζαν, τα χέρια -αχ, τα χέρια που έγραψαν «ό,τι μου λείπει σε άγγιγμα, το έχω σε όνειρο»...
Έξω, στου δρόμου τη βοή και της βραδιάς την υγρασία, με άλλους πολλούς -όμως με σένα αγκαλιά- βρέθηκα με ιστορίες να μιλάω για πόσα ζήσαμε, για πόσα άλλαξαν, για πόσα -λένε- θα ‘ρθουν. Κι όπως κοντοσταθήκαμε σ' εκείνο το απόμερο στενό -πριν τα κλειδιά ανασύρω απ' την τσέπη- μου ήρθε σαν σε όνειρο και είπα «σ' αγαπώ», για κάθε μέρα που ξυπνώ και σ' έχω πλάι μου. Ήταν κι εκείνη η μουσική -που μαγεμένες είχε ακόμα τις αισθήσεις- κάπου γλυκά να ηχεί μέσα στ' αυτιά μου, μες στα κλειστά μου μάτια, μες στο υγρό μου στόμα, ν' αντιλαλεί με κάθε χτύπο της καρδιάς αυτό το σ' αγαπώ μέσα στη νύχτα, επιμένοντας με λυρισμό και ειλικρίνεια, πως τίποτε δεν τέλειωσε...
Κάθε μέρα που τη σκόνη της θ' αφήνει πάνω σε πράγματα, αισθήματα, ανθρώπους, μικρά και μεγάλα, εγώ θα σ' αγαπώ.

Freida Pinto, slumdog millionaire

Δεν μ' άγγιξε η αισιοδοξία που προσπάθησε να περάσει το «Slumdog Millionaire». Δεν ξέρω αν είμαι απαισιόδοξος, χοντρόπετσος ή ακαλλιέργητος, αλλά παρακολουθώντας την ταινία δεν αισθάνθηκα ν' ακολουθώ αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου. Γι' αυτό ίσως οι όμορφα εναλλασσόμενες εικόνες, οι καλοδουλεμένες σκληρές σκηνές κι η εξαιρετικά ευχάριστη μουσική δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν συναισθηματικά, να με συγκινήσουν, να μ' απογειώσουν.

Καθόμουν αναπαυτικά στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου, χαλαρός, άνετος. Δεν λαχάνιασα από το αλαφιασμένο τρέξιμο των πιτσιρακάδων ανάμεσα στις παράγκες της Βομβάης. Δεν σκίρτησα από του πρώτου έρωτα το τρυφερό χαμόγελο. Δεν κοιμήθηκα πάνω στους σωρούς απ' τα σκουπίδια. Δεν πόνεσα απ' τα χαστούκια του αστυνόμου. Δεν αγωνιούσα για την επόμενη ερώτηση. Δεν έπαθα ντελίριο από την απίθανη εύνοια της θεάς τύχης. Το καθένα ξεχωριστά, αλλά κι όλα μαζί, ενέπνεαν μια σιγουριά, μια αίσθηση ασφάλειας, μια ξενοιασιά, μια βεβαιότητα ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά...

Και όλα πήγαν καλά. Όχι μόνο για την ταινία, αλλά για όλους όσους δούλεψαν γι' αυτή. Ένα φιλμ που από καθαρή τύχη δεν βρέθηκε DVD στις προθήκες των βίντεο κλαμπ του κόσμου, έφερε όλους τους συντελεστές του στο προσκήνιο της επικαιρότητας σ' όλη την υφήλιο. Ίσως παρακολουθούμε μια από εκείνες τις εξαιρετικές περιπτώσεις, που η ζωή αντιγράφει την κεντρική ιδέα μιας κινηματογραφικής ταινίας. Με μόνη διαφορά ότι στην προκειμένη περίπτωση η πρωταγωνίστρια είναι γένους θηλυκού!

Η «ταινία» Φρίντα Πίντο μόλις τώρα αρχίζει!... Δεν ξέρω σε τι λάκκους με ακαθαρσίες ίσως χρειαστεί να βουτήξει για να φτάσει στο όνειρό της, ούτε πόσα χαστούκια μπορεί να υπομείνει για να υπερασπιστεί την επιλογή της. Δεν μπορώ να γνωρίζω πόσο μπορεί ν' αντέξει τις «αναθυμιάσεις» που αποπνέει ο χώρος του life style και πολύ περισσότερο την ανατροπή και τη σύγκρουση με τον κόσμο και τον τρόπο ζωής που μέχρι σήμερα ζούσε.

Όλα είναι θέμα τύχης; Τουλάχιστον έτσι διατείνεται το σενάριο της ταινίας... Θυμάμαι όμως παλιά -στο γυμνάσιο- είχαμε γράψει μια έκθεση με θέμα: «Έκαστος δημιουργός της τύχης του»... Λέτε η Φρίντα να την έκανε;

ΟΛΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ

Αν ήταν χτες πρωταπριλιά κι ακουγόταν σαν είδηση η απόδραση του Παλαιοκώστα -πέστε μου- δεν θα νομίζατε ότι είναι ένα από τα γνωστά κατ' έθιμο ψέματα και μάλιστα χωρίς να έχει και πολύ - πολύ πρωτοτυπία;

Νομίζω, πως αυτό και μόνο το γεγονός -μια εποχή που όλα είναι πιθανό να συμβούν- φανερώνει το μέγεθος της επιτυχίας του σχεδιασμού, οργάνωσης και δράσης των κακοποιών για την πραγματοποίηση της απόδρασης ή απ' την άλλη το μέγεθος της αποτυχίας του σχεδιασμού, οργάνωσης και αντίδρασης του κρατικού μηχανισμού για την αποτροπή της.

Φτάσαμε να διαπιστώνουμε πως το οργανωμένο έγκλημα, έχει αποχτήσει στις μέρες μας τη δυνατότητα να εκτελεί τόσο πολύπλοκα εγχειρήματα και μάλιστα οποτεδήποτε και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, χωρίς το οργανωμένο -υποτίθεται- κράτος να είναι σε θέση να το αντιμετωπίσει. Με άλλα λόγια, οι κακοποιοί αξιοποιώντας κλεμμένα χρήματα -όπως από ληστείες κι απαγωγές- είναι σε θέση να χρηματοδοτούν ανενόχλητοι τις εγκληματικές τους δραστηριότητες, ενώ απεναντίας το κράτος με τους θεσμούς και τους φορείς του -που χρηματοδοτούνται αδρά από τους φορολογούμενους- αποδεικνύεται ανίκανο να λειτουργήσει αποτελεσματικά απέναντι σε τέτοιου είδους φαινόμενα.

Το κράτος -το μήλον της έριδος των κομμάτων εξουσίας- που άλλοτε το καταγγέλλουν ως υδροκέφαλο ή αναξιόπιστο και άλλοτε το οραματίζονται λιγότερο και στρατηγείο, δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από τον μηχανισμό παραγωγής κι αναδιανομής του εθνικού πλούτου. Banka είναι -κατά το κοινώς λεγόμενο- κι η αντιμετώπισή του εξαρτάται από το ποιο κόμμα βρίσκεται πίσω από το γκισέ, ποιο κάνει ταμείο.

Το τραγικό μ' αυτούς που παριστάνουν τα τελευταία χρόνια τους κρατικούς ταμίες, είναι ότι, διαψεύδουν τραγικά όσους τους πίστεψαν και τους υποστήριξαν. Όλους αυτούς που σεμνά και ταπεινά περίμεναν μ' ανυπομονησία στην ουρά μπρος στο γκισέ μήπως δουν χαΐρι και προκοπή -όπως τους έταζαν δεξιά κι αριστερά- κι αντιθέτως, βλέπουν έκπληκτοι τους ταμίες να έχουν ανοίξει διάπλατα την πόρτα του χρηματοκιβωτίου κι ολημερίς να μπαινοβγαίνουν ανενόχλητοι κάθε λογής κουμπάροι, φίλοι, συγγενείς και παρατρεχάμενοι. Έτσι ακριβώς, όπως μπαινοβγαίνει κι ο Παλαιοκώστας, καλή ώρα.

Τι απογραφές επινόησαν, τι ήπιες προσαρμογές σκαρφίστηκαν, τι δημοσιονομικές σταθερότητες ανακάλυψαν, τι νέους φόρους εφηύραν, ούτε τσακιστό ευρώ δεν κατάφεραν να περισσέψει, έτσι, έστω για τα μάτια του κόσμου. Πάνω που είχε λειώσει πια η καραμέλα πως φταίνε οι προηγούμενοι, ξέσπασε η παγκόσμια «οικονομική κρίση» και την άρπαξαν απ' τα μαλλιά για να συνεχίσουν το παραμύθι. Βλέπεις και στον τόπο μας -μέσα σε ένα μήνα από την ψήφιση του προϋπολογισμού- τραντάχτηκε η βαριά βιομηχανία, ξεθεμελιώθηκε ο παραγωγικός ιστός, κατέρρευσαν οι εξαγωγές, κατρακύλησε το χρηματιστήριο...

Τώρα αναζητούν συναινέσεις και διαλόγους. Είναι προφανές όμως ότι τα μεγάλα λόγια έχουν τελειώσει από καιρό, όπως και τα πρωταπριλιάτικα ψέματα. Το γνωρίζει πολύ καλά ο λαλίστατος κυβερνήτης του τόπου. Εκείνο που μάλλον αναζητά είναι ο κατάλληλος χρόνος, ώστε να οργανώσει με τον καλύτερο τρόπο τη -δεδομένη πλέον- απόδρασή του από την εξουσία. Το ελικόπτερο έχει ανάψει τις μηχανές, όσο όμως την αναβάλει -είναι βέβαιο- ότι τόσο περισσότερος κουρνιαχτός θα σηκώνεται απ' τους έλικές του...

Φωτό: Sophia Douma

ΜΕΤΡό ΧΩΡΙΣ ΜέΤΡΟ

Έπρεπε να ‘σαι από μια μεριά να μας βλέπεις!... Άλλοι έψαχναν δεξιά κι αριστερά σαν χαμένοι, άλλοι έκαναν δυο βήματα και κοντοστέκονταν για να ρωτήσουν, άλλοι πήγαιναν σαν υπνωτισμένοι προς τα ‘κει που έδειχναν τα χάρτινα βέλη. Πρωί - πρωί ψάχναμε το βηματισμό και τον προσανατολισμό μας σαν να ‘μαστε γκρουπ που πηγαίνει... στις Βερσαλλίες!

Πρώτη μέρα διακοπής των διαδρομών του μετρό προς Αεροδρόμιο χτες κι έγινε το έλα να δεις. Δρόμοι έπηξαν, εργαζόμενοι άργησαν, οδηγοί διαμαρτύρονταν, ραδιόφωνα κατήγγειλαν, τηλεοράσεις ανέλυαν. Οι μόνοι που συνέχισαν κανονικά σαν να μην συμβαίνει τίποτα ήταν όσοι δουλεύουν για να τελειώσουν οι τρεις νέοι σταθμοί του μετρό.

Δεν θα πω έγινε ένα με τον ιστό των προαστίων που συνδέει, αλλά θα πω έγινε o ιστός. Σημείο αναφοράς, όχι μόνο για τις μετακινήσεις και τη συγκοινωνία, αλλά και για τις τοπικές αγορές, τις δραστηριότητες, την ανάπτυξη και τις σχέσεις. Όπου πήγε το μετρό άλλαξε ριζικά τη ζωή των ανθρώπων. Άλλαξε τις συνήθειες, επέβαλε έναν διαφορετικό τρόπο συμπεριφοράς, πρόσφερε ποιότητα, μεταμόρφωσε ολόκληρες γειτονιές και προάστια.

Αν για τον 19ο αιώνα ο σιδηρόδρομος έφερε τη μεγάλη αλλαγή στην ανάπτυξη της Ελλάδας, το μετρό έφερε την Αθήνα στον 21ο αιώνα. Την αξία και τη χρησιμότητά του την αισθάνθηκε όλη η πόλη χτες, που χρειάστηκε να διακόψει προσωρινά τα τακτικά δρομολόγιά του. Πάλι όμως δεν έλειψαν οι γρίνιες κι όλες οι καθημερινές μίζερες προσεγγίσεις για το τι και το πώς. Όλα αυτά που συνήθως μας διχάζουν -έχουμε βλέπεις κι επιλεκτική μνήμη- και μας αποθαρρύνουν ήρθαν στο προσκήνιο για να επιβεβαιώσουν και μ' αυτή την ευκαιρία, πως, τελικά, όσα και αν γίνουν σ' αυτό τον τόπο ευχαριστημένοι δεν πρόκειται να είμαστε ποτέ.

Σήμερα το πρωί η κατάσταση ήταν καλύτερη, αν και πάλι το παρκινγκ στο σταθμό Δουκίσσης Πλακεντίας ήταν σχετικά άδειο, γεγονός που σημαίνει ότι και σήμερα οι δρόμοι θα γεμίσουν αυτοκίνητα, καθυστερήσεις, εκνευρισμούς. Έχουμε καλομάθει πολύ ως φαίνεται και αποφεύγουμε την ελάχιστη ταλαιπωρία όπως ο διάολος το λιβάνι! Σιγά μην κουραστούμε να περπατήσουμε ως το λεωφορείο ή μην αργήσουμε 5' λεπτά παραπάνω...

Όλα ανέξοδα τα θέλουμε, στο πιάτο... Μην προσπαθήσουμε, μην ταλαιπωρηθούμε, μην αγχωθούμε, μην χαλάσουμε τη ζαχαρένια και τη βολή μας. Αλλά από την άλλη η κριτική κι η μουρμούρα στην ημερήσια διάταξη. Άντε μετά να μην είμαστε από τους τελευταίους σε αισιοδοξία για το μέλλον, λες και το μέλλον είναι κάτι ουρανοκατέβατο και δεν το φτιάχνουμε εν πολλοίς με τα ίδια μας τα χεράκια...

ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Για να μας πάει ο Προκόπης μέχρι το Δάσος στο Χαϊδάρι που έμενε η θεία μου -Κυριακές απομεσήμερα συνήθως- έπαιρνε ένα εικοσάρικο. Δεν ήταν ταξιτζής, ο μπακάλης της γειτονιάς ήτανε, αλλά πού και πού εξυπηρετούσε με το κρεμ OPEL station κάποιους από τους πελάτες στις μετακινήσεις τους. Μεσοτοιχία με την κουμπάρα ήταν το μπακάλικο στη γωνία της Νυμφαίου, είχε και άπλα μπροστά στο πεζοδρόμιο με τις μπουκάλες υγραερίου, εκεί παραδίπλα που -βραδιές του καλοκαιριού- ψήνανε τσίρο με αναμμένη εφημερίδα οι πατεράδες μας για να συνοδέψουν το ουζάκι τους. Μπροστά στο μπακάλικο, καθισμένοι στο πεζούλι, στα τελάρα και μ' ένα άδειο βαρέλι φέτας για τραπέζι, με δυο ελιές, μια σαρδέλα, λίγο κεφαλοτύρι και πολύ διάθεση για κουβέντα, για πειράγματα, για να πάρουν μια ανάσα ξενοιασιάς.

Ο Προκόπης ήταν πολύ ταχτικός και νοικοκύρης στο μαγαζί του -ούτε που θυμάμαι πώς βρέθηκε στη γειτονιά, μα δεν έχει και τόση σημασία- και το είχε πάντα καθαρό και στην εντέλεια. Δίπλα στο πάγκο με το ταμείο δέσποζε το ογκώδες -μάλλον στα μάτια μου- ψυγείο γεμάτο με όλων των λογιών τα σαλάμια και τις μουρταδέλες. Με όλα τα τυριά του κόσμου, άλλα στρογγυλά, άλλα κίτρινα, άλλα άσπρα, άλλα με τρύπες και τα λαχταριστά για μένα τρίγωνα μαλακά τυράκια monte bianco. Τη φέτα για να την πιάσει έκανε μια τεραααααάστια επίκυψη στο πίσω μέρος του ψυγείου κι ύστερα αναδυόταν κρατώντας την με μαστοριά πάνω στο πλακέ μαχαίρι -ποτέ δεν ψώνισε η μάνα μου πάνω από τέταρτο...

Τα όσπρια, τη ζάχαρη και τα ζυμαρικά τα είχε σε βαρελάκια μπροστά από τον πάγκο. Σε κάθε βαρέλι είχε καρφωμένο πάνω σ' ένα ξυλάκι χαρτονάκι -ένα πάτο από κουτί τσιγάρα συνήθως- που έγραφε τις τιμές. Πάνω στα ξύλινα ράφια, που ήταν γεμάτοι γύρω-γύρω οι τοίχοι, είχε τις κονσέρβες, τα μακαρόνια, τα γάλατα, τους μπελτέδες, τα ROL, τις χλωρίνες και τα ΑVΑ κι όλα τα τυποποιημένα προϊόντα της εποχής. Πιο πέρα, σε μια γωνιά, είχε τα τελάρα με τις πορτοκαλάδες και τις μπύρες, τα μεγάλα βαρέλια με το λάδι Καλαμών, τα δοχεία με το πετρέλαιο και το οινόπνευμα. Πάνω στον πάγκο, εκεί δίπλα από τη ζυγαριά είχε και τις σοκολάτες «αμυγδάλου ΙΟΝ» μαζί με το βάζο με τις καραμέλες «τσάρλεστον» -τα ζαχαρωτά λουκουμάκια- που τρέλαιναν τον ουρανίσκο, όσες φορές δεν είχε να μας δώσει ρέστα τις δυο - τρεις δεκάρες ή το πενηνταράκι του λογαριασμού.

Τις καθημερινές οι γυναίκες μπαινοβγαίνανε για ψώνια από νωρίς το πρωί και τα Σαββατόβραδα οι πιο πολλοί άντρες -με το βδομαδιάτικο στην τσέπη- πήγαιναν και τακτοποιούσαν τις εκκρεμότητες, που ο Προκόπης έγραφε στο μπλε τετράδιο που έκρυβε -όπως είχα δει- μέσα σ' ένα συρτάρι. Δεν το μπορούσαν όλοι βέβαια, γιατί για κάποιους άκουγα πως τα χρέη τους έτρεχαν «πιο πολύ από την ταχεία της Πελοποννήσου» και πως ο Προκόπης στεναχωριόταν κι ήθελε να τους «κόψει το βερεσέ». Τα ψώνια γίνονταν σχεδόν κάθε μέρα, γιατί το βαλάντιο δεν επέτρεπε ν' αγοράσεις μεγάλες ποσότητες, αλλά -απ' την άλλη- «το μπακάλικο» αποτελούσε και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να συναντηθούν οι ασχολούμενες με τα «οικιακά» γειτόνισσες για πρωινό κους κους, ενώ για τις νεότερες και ανύπαντρες ήταν ευκαιρία -γιατί όχι;- να το συνδυάσουν και με το κόρτε στον Προκόπη, που ήταν «ελεύθερος» και «μια χαρά τακτοποιημένο παιδί»...

Δεν μιλούσαν για ακρίβεια τότε. Δεν γκρίνιαζαν για τις ανατιμήσεις ειδών πρώτης ανάγκης. Δεν βαρυγκωμούσαν γιατί ακρίβυναν κι άλλο τα ποτά και τα τσιγάρα. Δεν διαμαρτύρονταν για το αδειανό καλάθι της νοικοκυράς. Όλα είχαν το μέτρο και την αξία τους. Τα προϊόντα, οι αγορές, ο κόσμος, οι άνθρωποι, τα συναισθήματα, ο χρόνος. Καθένας είχε το ρόλο του και τη θέση του. Ο Προκόπης, ο πατέρας, η κουμπάρα, εγώ, η θεία, οι καραμέλες, τα τυριά, οι μπουκάλες υγραερίου.

Ο συνεκτικός κρίκος των ανθρώπων που ζούσαν δίπλα, στο σπίτι, στη γειτονιά, στην πιο κάτω γειτονιά και στον παραπάνω δρόμο -Κομνηνών θαρρώ τον λέγανε- αλλά και στο Δάσος και την Πετρούπολη, ήταν ένας: Η επιβίωση της οικογένειας. Μα, κοινός παρανομαστής για όλους αυτούς τους βιοπαλαιστές, υπαλλήλους, μεροκαματιάρηδες, επαγγελματίες, νοικοκυρές, μοδίστρες και κομμώτριες ήταν ένας: Η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Δεν ξέρω τι απέγινε ο Προκόπης. Το «Δάσος Χαϊδαρίου» έμεινε μόνο στα λόγια. Με την κουμπάρα χαθήκαμε στις μετακινήσεις της κοινωνικής ανέλιξης. Το τετράδιο με τα βερεσέδια το κουβαλάμε μες στο πορτοφόλι. Τα Σάββατα -έγινε συνήθεια πια- βγαίνει σεργιάνι η καταναλωτική μας ψυχοθεραπεία -shopping therapy κατά το κοινώς λεγόμενο- ανάμεσα σε ράφια με κονσέρβες και σαπούνια. Μπερδεύω πια μάρκα μακαρόνια Νο 6 ν' αγοράσω και παρατάω στο ταμείο τα ρέστα των 0,05 ευρώ.

Γκρινιάζουμε για όλα. Διαμαρτυρόμαστε με το παραμικρό. Μας φταίνε πάντα οι άλλοι. Ο δίπλα, ο απέναντι, το κράτος, ο Ολυμπιακός, οι Τούρκοι, η λακκούβα, ο Γιωργάκης, ο Φ.Π.Α. Κατακρίνουμε τους υπουργούς μπροστά στις τηλεοράσεις και τους ξαναψηφίζουμε μπροστά στις κάλπες. Πετάμε τα σκουπίδια μας όπου βρούμε και τις Κυριακές τρέχουμε στις δεντροφυτεύσεις του ΣΚΑΪ. Γίναμε είδωλα και εικόνες ενός κόσμου που φτιάξαμε με τα ίδια μας τα χέρια. Χάθηκε ο μπούσουλας του εαυτού μας, της ζωής μας, της κοινωνίας μας.

Ποιος είναι άραγε ο συνεκτικός κρίκος όλων εκείνων που γεμίζουν βιαστικά κι αχόρταγα τις πλαστικές σακούλες ή αδειάζουν φιλάρεσκα το καρότσι τους μπροστά μου τσεκάροντας αν ξέχασαν κάτι ή αυτών που ψάχνουν στα κατεψυγμένα με το κινητό στ' αυτί, μήπως η επιβίωση της οικογένειας; Αλλά ποιος είναι κι ο κοινός παρανομαστής, για τον πενηντάρη με τη ροδακινί φόρμα που αλωνίζει στα ράφια, για τη γιαγιά με τα τρία πακετάκια στο ταμείο express, για την ταμία, για τον μεταφορέα, για μένα, για την καθαρίστρια, για τον προϊστάμενο, για την κυρία με το λαχανί ταγιέρ και το κατακόκκινο νύχι, για τον παρκαρισμένο πάνω στο κράσπεδο με τα αλάρμ ν' αναβοσβήνουν; Όχι -διαισθάνομαι- η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο...

ΑΠΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ: Η ΠΕΔΙΑΣ... ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Ο γιός μου ο μικρός δε σκαμπάζει και πολλά από γεωγραφία. Ακούει Πρέσπες και νομίζει ότι μιλάμε για καμιά νέα εξωτική συνταγή του Μαμαλάκη. Δευτέρα γυμνασίου πάει. Ο γεωγραφικός του ορίζοντας εκτείνεται από το Mall μέχρι το Allou Fan Park. Εντάξει, δε λέω, ξέρει και τη Θεσσαλονίκη -ας είναι καλά το... Ράδιο Αρβύλα- αλλά και την Ιεράπετρα -που πήγαμε διακοπές το καλοκαίρι- κι έτσι έπαψε να νομίζει το παιδί, πως ήταν αυτή που του έλεγε ότι χρησιμοποιούσε ο παππούς για ν' ανάβει παλιά το τσιγάρο του...

Χτες με κανάκευε όλο τ' απόγευμα διεκδικώντας επιπλέον... επιδότηση κατά 20 ευρώ για ν' αγοράσει λέει χρόνο για το lineage. Πες και πες έφτασε οχτώ το βράδυ. Οι άμυνές μου άρχισαν να καταρρέουν ενόψει των δελτίων -σε αντίθεση με τα μπλόκα των αγροτών που καλά κρατούσαν. Για μια στιγμή -όπως δυνάμωσα την ένταση του ήχου μήπως ξεφύγω- το παιδί έμεινε άφωνο...

«...Κλειστή παραμένει η συνοριακή διάβαση στον Προμαχώνα. Αποκλεισμένο, εξακολουθεί να είναι το τελωνείο στους Κήπους Έβρου. Προσωρινά άνοιξε και το μπλόκο στο Ορμένιο Έβρου. Τα μπλόκα παραμένουν στην Κουλούρα Ημαθίας, στο ύψος των Κερδυλίων και της Χρυσούπολης Καβάλας. Τα τρακτέρ των αγροτών παραμένουν στην είσοδο της πόλης των Γιαννιτσών, του Κιλκίς, αλλά και στον κόμβο της Τρίγλιας. Παραταγμένα στην περιοχή της Κορνοφωλιάς βρίσκονται τα τρακτέρ από τους δήμους Σουφλίου και Ορφέα...».

-Ρε πατέρα, για ποια χώρα μιλάει; Εσύ δεν μου είπες, ότι έφυγαν οι Ισραηλινοί και σταμάτησαν να σκοτώνονται τα παιδιά στη Γάζα;

Αισθάνθηκα μια περηφάνια μέσα μου. «Τουλάχιστον» σκέφτηκα «Διατηρεί ακέραια τ' ανθρώπινα αντανακλαστικά του, γιατί αν περιμένω να μάθει γεωγραφία απ' το σχολείο, σωθήκαμε»...

Ίσως έτσι να ‘ναι καλύτερα... Κάτι θα ξέρουν εκείνοι που ασχολούνται με τα εκπαιδευτικά θέματα και την παιδεία και μοιράζουν πάκα τα βιβλία χάριν της «δωρεάν». Τόμοι ολόκληροι τα περισσότερα, που δεν έχουν να πουν τίποτε περισσότερο από τα προηγούμενα, που με τη σειρά τους -για να πρωτοτυπήσουν κι αυτά έναντι των πιο προηγούμενων- είχαν προσθέσει μύριες όσες λεπτομέρειες και πληροφορίες. Μέχρι και το βιβλίο των μαθηματικών έφτασε να έχει δεκάδες σελίδες Ιστορίας, αλλά όχι τις ιδιότητες των δυνάμεων...

Δημιουργήματα πολυπληθών συντακτικών ομάδων, που αξιολογούνται από πολυπληθείς επιτροπές κι εκτυπώνονται σε εκατομμύρια αντίτυπα για να μοιραστούν στους χιλιάδες μαθητές και να γίνουν χαρτοπόλεμος και μερικές φορές παρανάλωμα του πυρός στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Το φύλλο συκής της «δωρεάν» παιδείας, στην οποία όλα έχουν γίνει πεδιάδα... Ίσωμα.

Ας μιλήσουμε όμως καλύτερα για τις εισαγωγικές εξετάσεις που «πουλάνε» ελπίδες κι αγοράζουν ψήφους. Ας πούμε πιο καλά για τις πιστώσεις που θα πάνε μετά τις εκλογές -πάντα- στην έρευνα, που αφορούν μόνο τους αστέρες των τηλεοπτικών πάνελ. Ας συζητήσουμε για το πανεπιστημιακό άσυλο, που μέχρι να καταλάβουμε πώς ορίζεται, κινδυνεύουμε να κλειστούμε τρελαμένοι μέσα σε κανένα ιδιωτικό...

Χαίρομαι που εδώ και χρόνια οι κουβέντες για το θέμα της παιδείας ξεκινούν από μηδενική βάση, αντικατοπτρίζουν καλύτερα το επίπεδο που βρίσκεται το θέμα. Ακόμα περισσότερο χαίρομαι, όταν ο αρμόδιος υπουργός Παιδείας -και Θρησκευμάτων για να μην ξεχνιόμαστε- δηλώνει, πως προσέρχεται στη συζήτηση ως tabula rasa. Μου προσφέρει -εκτός από τον αισθησιακό τηλεοπτικό του ψίθυρο- μια αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς, πως η διακυβέρνηση του τόπου βρίσκεται σε καλά χέρια... Στα δικά μου!

Επιτέλους, το όνειρό μου να γίνω έστω για μια μόνο μέρα πρωθυπουργός αυτού του τόπου, ήρθε η «εικονική» κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή που το κάνει κάθε μέρα πραγματικότητα...

"ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΑΙΖΕΙ"

Όλο και περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν πια, ότι η διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρόεδρο τον Κώστα Καραμανλή έκλεισε οριστικά τον ιστορικό της κύκλο. Δεν είναι μόνο το πολιτικό σκηνικό που καθημερινά επιδεινώνεται εξαιτίας της σκανδαλολογίας, ούτε η οικονομική κρίση που πιέζει ασφυκτικά και την ελληνική οικονομία. Εκείνο που δείχνει να παίζει καθημερινά όλο και καθοριστικότερο ρόλο στη συνείδηση των πολιτών, ώστε να στρέφουν με απογοήτευση οριστικά την πλάτη στο κόμμα που κυβερνά τον τόπο από το Μάρτη του 2004, είναι η αδυναμία να οραματιστεί, να σχεδιάσει και να υλοποιήσει με συνέπεια κι αξιοπιστία το παραμικρό μέτρο, έργο ή πρόγραμμα, που να στοχεύει στην ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών ή απαιτήσεων.
Η πολιτική δεν είναι ηθικολογία ο Καραμανλής πήρε το 2004 το τιμόνι διακυβέρνησης της χώρας έχοντας εξαντλήσει προεκλογικά όλο το οπλοστάσιο ηθικής και ενάρετης συμπεριφοράς. Ενσάρκωσε με πείσμα και πειστικότητα το ρόλο του άμεμπτου κι αδέκαστου ηγέτη και του εγγυητή της σεμνότητας και ταπεινότητας στη διακυβέρνηση της χώρας. Σήμερα, πέντε σχεδόν χρόνια μετά, όχι μόνο έχει διαψεύσει τον εαυτό του, αλλά προπαντός -κι αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο- τις όποιες ελπίδες των πολιτών που τον εμπιστεύτηκαν, ότι η νέα γενιά των πολιτικών που ήρθε στο προσκήνιο με την έλευσή του στην πρωθυπουργία, μπορεί να αλλάξει τους από χρόνια διαμορφωμένους όρους του πολιτικοοικονομικού συστήματος.
Σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής πολύ δύσκολα ξεχωρίζουν όλα αυτά τα χρόνια κάποιες πρωτοβουλίες που να αλλάζουν, βελτιώνουν, εκσυγχρονίζουν υφιστάμενες δομές ή λειτουργίες. Η εκποίηση δημόσιας περιουσίας και πλούτου για την κάλυψη των δαπανών βαφτίστηκε «μεταρρύθμιση». Η εγκατάλειψη στην τύχη τους κρίσιμων κοινωνικών αγαθών, όπως η παιδεία κι η υγεία, αποκλήθηκε «υλοποίηση προγραμματικών δεσμεύσεων». Η συρρίκνωση και κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, μισθών και συντάξεων, ονομάστηκε «δημοσιονομική εξυγίανση».
Τα golden boys της Ο.Ν.ΝΕ.Δ., που βρέθηκαν με τα κλειδιά του κρατικού μηχανισμού στο χέρι από το Μάρτη του 2004, πολύ γρήγορα ανακάλυψαν τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που προσφέρει το «4Χ4» όχημα που παρέλαβαν. Γέμισαν και το ρεζερβουάρ «βενζίνη» με το πονηρό τρικ της «απογραφής» και ξεχύθηκαν μ' ενθουσιασμό στις λεωφόρους της αλαζονείας, της αδιαφάνειας, των σκανδάλων και του αμοραλισμού. Κάτι ψέλλισε ο δυστυχής Καραμανλής στου Μπαϊρακτάρη, αλλά ήταν τόσα τα «γκάζια» των δημοσκοπήσεων κι ο θόρυβος της εξουσίας, που -κι όσοι έτυχε να τ' ακούσουν- νόμισαν πως αφορούν μόνο τους «κουμπάρους». Εξάλλου, η βασική κυβερνητική και μιντιακή ατάκα «για όλα φταίει το ΠΑΣΟΚ» καλά κρατούσε, κοιμίζοντας τον κόσμο.
Αυτά τα «παιδιά» -μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό- καλούνται από τον Καραμανλή να «παίξουν» δυνατά το χαρτί της αποφασιστικότητας, της σιγουριάς, της συναίνεσης και του «νέου».Έχοντας αφήσει πίσω του κάποια άλλα «χρυσά» παιδιά ο πρωθυπουργός, μπορεί να πιστεύει ότι έχει ανεξάντλητες ευκαιρίες επικοινωνιακής πολιτικής κι ανέξοδης πολιτικολογίας. Μπορεί να εκτιμά, ότι μ' αυτά τα «παιδιά» μπορεί να φτάσει ως τις επόμενες εκλογές έχοντας περιορίσει στα όρια της μη αυτοδυναμίας το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί να νομίζει, ότι οι πολίτες ίσως «παίξουν» Νέα Δημοκρατία και στις επόμενες εκλογές, όπως έπαιξαν -και κάηκαν κυριολεκτικά- στις εκλογές του 2007.
GAME OVER, κύριε Πρωθυπουργέ. Τα παιδιά της κυβέρνησής σας, μετά τις επόμενες εκλογές, το μόνο που θα παίζουν είναι play station... Στα σπίτια τους φυσικά...