Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ


Ο τελευταίος από τους πέντε είναι ο πατέρας μου. Τέσσερα αγόρια, ένα κορίτσι. Αμέτρητες ιστορίες δίπλα στο παιδικό μου κρεβατάκι ή πάνω στα αγαπημένα γόνατά του για την προσφυγιά, για τη φτώχια, για τις ξύλινες παράγκες στο Περιστέρι, αλλά και για την αξιοπρέπεια, τη δύναμη και τη θέληση για ζωή. Ώρες και ώρες έχω περάσει ακούγοντας τις διηγήσεις του για τα δύσκολα παιδικά χρόνια, τις ιστορίες από το στρατό και τις δουλειές, αλλά και τις περιπέτειες της ζωής και των ανθρώπων.
Όλες τις εικόνες που έπλαθα εκείνες τις ώρες στο μυαλό μου, ερχόντουσαν να τις συμπληρώσουν παραστάσεις και εικόνες από άλλες ώρες, ατέλειωτες –Κυριακές και γιορτές συνήθως– ανάμεσα σε πρόσωπα οικεία, που το καθένα στο μεταξύ είχε χαράξει τη ρότα της ζωής του. Ποτέ δεν τους συνάντησα όλους μαζί. Κανένας γάμος ή καμιά γιορτή δε στάθηκε ικανή να τους τραβήξει και να τους σμίξει να πιουν οικογενειακά ένα ποτήρι κρασί. Ήταν κι οι συνθήκες ανάποδες και δύσκολες, ήταν κι οι άνθρωποι.
Το κορίτσι βρέθηκε νωρίς - νωρίς στη Γερμανία. Πρώτη Δημοτικού πήγαινα όταν ο θείος –που στο μεταξύ είχε φύγει πρώτος– τους κάλεσε όλους κοντά του, τη θεία και τα ξαδέρφια μου, το Γιάννη, τη Στέλλα. Άφησαν πίσω όλους τους φίλους, όλη τους την πίκρα κι ένα ποδήλατο, που το ζαχάρωνα χαζεύοντάς το πάνω σ’ ένα πανύψηλο για το μπόι μου πατάρι πάνω απ’ την κουζίνα.
Ο μεγαλύτερος, που από πάντα νόμιζα πως είχε άσπρα μαλλιά, αποτραβηγμένος με την οικογένειά του, βαρύς κι ακριβοθώρητος, δούλευε ιδιωτικός υπάλληλος. Δεν είχε πολλά - πολλά με τους άλλους, είχε όμως ο γιός του, ο Χρήστος, ένα ακορντεόν, που με λαχτάρα κρέμασα μια φορά στους ώμους για να διαπιστώσω μ’ απογοήτευση πως ήταν πιο μεγάλο κι απ’ το μπόι μου. Δεν θυμάμαι τότε τι τάξη πήγαινα.
Ο άλλος –δημοσιογράφος ήτανε– ατύχησε, βρέθηκε μ’ ένα παιδί, μα, τη θεία μου αυτή δεν τη γνώρισα ποτέ. Έλιωσε, νέος ακόμα, σαν το κερί απ’ τον ξορκισμένο πάνω στο κρεβάτι της γιαγιάς μου. Τετάρτη Δημοτικού πήγαινα κι η μάνα μου με φώναξε από την τάξη γιατί «ο θείος έφυγε». Το πανέμορφο ξανθό κορίτσι που γνώρισα στο στενό χωλ μπροστά από τη σάλα που πάγωνε νεκρική σιωπή, ήταν η κόρη του.
Ο μικρότερος έμενε μόνος –με το ίδιο γκρι κοστούμι– μια ζωή. Ολομόναχος από τότε που έχασε και τη μάνα του που ζούσαν μαζί. Εξαιτίας της γιαγιάς μου μαζί του είχα τις περισσότερες ευκαιρίες να συναντιέμαι, κάθε Κυριακή σχεδόν όσο πήγαινα στο Δημοτικό, ποτέ όμως δε συναντηθήκαμε, ποτέ δεν κοιταχτήκαμε, ποτέ δεν παίξαμε. Μόνο μια φορά θυμάμαι, ναι, μια φορά, Μεγάλη Πέμπτη, με πήγε σινεμά –δε θυμάμαι, ή στην «ΕΛΕΝΑ» ή στη «ΡΙΒΙΕΡΑ» ήτανε– για να δω τα πάθη του θεανθρώπου.
Ζωές και σχέσεις που σκόρπισαν στα γυρίσματα του χρόνου και των καιρών, που βρέθηκαν, πάλεψαν, πόνεσαν κι αγάπησαν, έκλαψαν κι ονειρεύτηκαν, που το μέλλον τους έγινε το παρόν μου, το παρόν μας και το παρόν των παιδιών μας. Ήρθαν στο νου μου τώρα που ακούω και διαβάζω να κατηγορούν και να βρίζουν τους Γερμανούς εξαιτίας του εξώφυλλου του focus. Δεν ξέρω, με τη Γερμανία με συνδέει μια γλυκόπικρη νοσταλγική διάθεση. Μια τρυφερή παιδική εικόνα που είναι βαθειά κρυμμένη μέσα στο μυαλό μου με χαμογελαστά πρόσωπα, όμορφα ρούχα, σπίτια με κήπο, μεγάλα αυτοκίνητα, δωμάτια με παιχνίδια. Ίσως είναι η εικόνα που έβγαινε μέσα από τις ασπρόμαυρες γυαλιστερές φωτογραφίες που έφταναν από το ‘Αιμπεκ μαζί μ’ όλα τα νέα από ‘κει, γραμμένα με τα ολοστρόγγυλα γράμματα της ξαδέρφης μου.
Μας αξίζει μια καλύτερη ζωή. Καλύτερη απ’ αυτή που έζησαν οι δικοί μας άνθρωποι, καλύτερη απ’ αυτή που αναζητούσαμε ως σήμερα για μας και τα παιδιά μας. Με τους εφιάλτες ενός κόσμου που στοιχειώνει μόνο τα δικά μας μυαλά, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι ν’ αποξενωνόμαστε, να χανόμαστε, να γινόμαστε εμείς και τα παιδιά μας μετανάστες μέσα στο ίδιο σπίτι, μέσα στην ίδια μας την πατρίδα. Ας δούμε αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας σαν μια ευκαιρία, ας αντιμετωπίσουμε αυτά τα άγρια διεθνή χαστούκια σαν ένα άγριο, οδυνηρό ξύπνημα από βαθιά μέθη. Μέθη, αλλοτρίωση, αποπροσανατολισμό. Ας πεισμώσουμε, ας ματώσουμε, ας προχωρήσουμε. Μπορούμε αυτό που μας αξίζει να το πετύχουμε. Αυτό το μέλλον, ας μην επιτρέψουμε με κραυγές, αναθέματα και μισαλλοδοξίες να σκορπίσει –όπως το μέλλον προηγούμενων γενιών– στο γύρισμα του χρόνου και των καιρών…

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

ΜΕΤΑ ΤΙΜΗΣ

Ο μικρός προσπαθεί από τις δυόμιση να μου δείξει ότι διαβάζει φυσική. Εγώ προσπαθώ να του δείξω ότι ο «Μάζης» κάποτε έκανε θαύματα. Ο μικρός έχει αύριο διαγώνισμα φυσική. Εγώ έχω από το πρωί που ξεφυλλίζω την «Κυριακάτικη». Ο μικρός μπερδεύεται στο να υπολογίσει την αντίσταση που έχει ένα σύρμα από κράμα σιδήρου–νικελίου. Εγώ μπερδεύω μετανάστες, κράτος μάνατζερ, 80 προσταγές και… παπαρούνες.
Μετά τους χιλιάδες ανώνυμους από τα βάθη της ανατολής και της Αφρικής που λαθραία και κακήν κακώς περνούν από χρόνια τα σύνορά μας, το τελευταίο διάστημα αποχτήσαμε και τους επώνυμους Ευρωπαίους που διαβαίνουν όλο και συχνότερα το κατώφλι των vip’s του «Ελ. Βενιζέλος». Οι πρώτοι έρχονται για να βρουν στον ήλιο μοίρα, οι άλλοι για να μας πουν τη μοίρα μας. Οι οικονομικοί μετανάστες κυνηγούν στον τόπο μας το όνειρο της επιβίωσής τους, οι οικονομικοί εμπειρογνώμονες κυνηγούν στον τόπο μας το επίπεδο διαβίωσής μας.
Για τους «ξένους» σχεδιάζονται μέτρα από την κυβέρνηση που θα διευκολύνουν την παραμονή τους στη χώρα, για τους «ντόπιους» σχεδιάζονται μέτρα απ’ την κυβέρνηση που θα διευκολύνουν την παραμονή της χώρας στην Ευρώπη. Για τους λογής-λογής ειδικούς κι επιτετραμμένους απ’ τις Βρυξέλλες καταρτίζονται ειδικές εκθέσεις με στοιχεία και λογιστικά κατάστιχα από το 2004, για τους εργαζόμενους συλλήβδην καταρτίζονται λίστες περικοπών επιδομάτων και μισθών από το 1974.
Στο γαϊτανάκι της παγκόσμιας επιβίωσης, αυτό που για άλλους είναι όνειρο, τείνει μέρα με τη μέρα να γίνει για άλλους εφιάλτης κι αυτό που για άλλους είναι αυτονόητο, είναι για άλλους άπιαστο όνειρο.
Κάποτε φεύγανε κι οι Έλληνες για τα «ξένα». Κάποτε για να πας στην Αμερική ήθελες βδομάδες. Κάποτε για να φας κρέας έπρεπε να ‘ναι Κυριακή. Κάποτε δούλευες πολύ κι ήθελες λίγα. Κάποτε ο κόσμος ήταν τεράστιος και μοιρασμένος. Κάποτε αυτοί που αποφάσιζαν είχαν στρατούς και πλούτο. Κάποτε οι ανήσυχες ιδέες έτρεφαν τις ανθρώπινες ελπίδες...
Όταν οι Έλληνες ανακάλυψαν τα Λιόσια και την Πλατεία Αμερικής. Όταν για να πας στην Αμερική ήθελες βδομάδες για να βγάλεις βίζα. Όταν έκανες όλη τη βδομάδα δίαιτα για να φας την Κυριακή. Όταν δούλευες πολύ αλλά ήθελες και πιο πολλά. Όταν ο κόσμος μίκρυνε πίσω απ’ τα γκρεμισμένα σύνορά του. Όταν ο πλούτος αποφάσισε να ‘χει και στρατούς. Όταν χόρτασαν οι άνθρωποι ιδέες...
Τότε τα «δικά» μας έγιναν πολύτιμα. Τότε η Αμερική πήγε απέναντι. Τότε τα σούπερ μάρκετ πήραν το ρόλο ψυχοθεραπευτή. Τότε το μόνο που ήθελες ήταν να ‘χεις μια δουλειά. Τότε το σύνορο του κόσμου όλου ήταν ότι χώραγε στην οθόνη της τηλεόρασης. Τότε ο στρατός έφερε πλούτο σ’ αυτούς που αποφασίζουν. Τότε οι ιδέες έβαλαν γκρι κοστούμι κι έγιναν ντίλερ ανθρώπων και ελπίδων....
Τώρα και πάντα όλοι είμαστε μετανάστες. Τώρα και πάντα η Αμερική ήταν δίπλα κι απέναντι. Τώρα και πάντα το φαγητό ήταν το ζητούμενο της ζωής. Τώρα και πάντα για τους πολλούς «τα αγαθά κόποις κτώνται». Τώρα και πάντα οι άνθρωποι ήθελαν κάπου να έχουν να γυρίσουν. Τώρα και πάντα οι στρατοί γεννούσαν πλούτο κι ο πλούτος εξουσίες. Τώρα και πάντα κάποιοι θα ονειρεύονται και κάποιοι θα τρέφονται απ’ τα όνειρα των άλλων.
Τώρα ο μικρός συνεχίζει να διαβάζει με τη μάνα του. Τώρα εγώ έχω έτοιμο το ποστ.
Αν της τα πει καλά θα πάει και το βράδυ κινηματογράφο. Κάποτε και τότε και τώρα, όλα στη ζωή έχουν το τίμημα και την τιμή τους τελικά…

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ (ΑΛΛΗΣ ΜΙΣΗΣ) ΚΑΡΔΙΑΣ


Λοιπόν είχες δίκιο, στα ανθρώπινα βλέπουμε την αλήθεια μας πάντα από τη μια της, τη μισή, μεριά, την άλλη της μεριά, την άλλη μισή, θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην αλήθεια των άλλων. Η φύση μόνο έχει αλήθειες-σταθερές που ξεπερνούν τ’ ανθρώπινα και ισχύουν αναμφισβήτητα, διαχρονικά, καθολικά.
Σου είπα τη μισή μου αλήθεια, μιλώντας για
τραγούδια τις προάλλες. Σου είπα την αλήθεια μου όπως τη βίωνα ‘κείνη τη στιγμή, αυθόρμητα, εγκάρδια, ειλικρινά. Ήρθες στο νου μου το ίδιο αυθόρμητα, το ίδιο εγκάρδια, το ίδιο ειλικρινά, με ξάφνιασες με την αλήθεια που μου θύμισες, που έδωσε στην αλήθεια μου το άλλο της μισό κι έγινε η ολοστρόγγυλη αλήθεια μας. Αργότερα –ή μήπως ήτανε την ίδια τη στιγμή;– σκαλίζοντας δίσκους, κασέτες και σιντί έπεσα πάνω σ’ αυτό το ξεχασμένο μου τραγούδι, που μόλις έπαιξε γέμισε την κάμαρα η μορφή σου κι έγινε τότε αυθόρμητα, εγκάρδια, ειλικρινά, μια άλλη αλήθεια, που ‘γινε το ίδιο ολοστρόγγυλη, μαζί με ‘κείνη τη δική μου τη μισή. Χτύπησε το τηλέφωνο και χώθηκε στην παρέα μας κι ο Μήτσος –ξέρεις, εκείνος στο περίπτερο– και στην κουβέντα πάνω μου μίλησε αυθόρμητα, εγκάρδια κι ειλικρινά για ‘κείνο το τραγούδι, που –ξημερώματα– σκόρπισε πάνω στην πίστα του έρωτά σου το μεθύσι. Έγινε μεμιάς η άλλη ολοστρόγγυλη αλήθεια μου, πλάι στο κομμάτι της δικής μου της αλήθειας το μισό. Βγήκα στο παράθυρο αέρα ν’ ανασάνω και χειμώνα, από δίπλα είχαν μαζευτεί τα παιδιά της πιτσαρίας, χτύπησε ένα κινητό κι έμεινα ακίνητος, ποιος να καλεί κι ο ήχος ζωγραφίζει το σούρουπο; Ποιος δίνει αυθόρμητα, εγκάρδια, ειλικρινά στη μισή μου αλήθεια αυτό το σχήμα τ’ ολοστρόγγυλο για άλλη μια φορά;
Λοιπόν είχες δίκιο, σου είπα τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή αλήθεια είναι, ότι κάποιες φορές δεν έχει σημασία το τραγούδι, ο συνθέτης, ο στιχουργός. Αυτά είναι φορές που μόνο για μελέτες, αναλύσεις και διαλέξεις αμφιθεάτρων φτάνουν, για μέγαρα και χώρους περισυλλογής αρκούν. Όταν χτυπήσει η καρδιά από τη ζήλια, όταν κορώσω στου πόθου το καμίνι, όταν βροντήσει την πόρτα του χωρισμού ο θυμός ή κάποιο ξημέρωμα όταν του ουίσκι ο δρόμος τραβήξει κατά την Εθνική, αυτά είναι εκεί, αυθόρμητα, εγκάρδια, ειλικρινά, να μου θυμίζουν την άλλη αλήθεια, τη μισή, που έχει την όψη ή τη μορφή σου ή τ’ άρωμά σου. Που είσαι εσύ, είσαι η άλλη, αλλά κι αυτή.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ


Με το που άνοιξα το ραδιόφωνο στρογγυλοκάθισε η πριγκηπέσα στο διπλανό κάθισμα κι ένα πλατύ νοσταλγικό χαμόγελο στα χείλη. Φαίνεται απίστευτο, μα δεν υπάρχει πιο άτιμο πράγμα από το τραγούδι, ειδικά κάποιες φορές που είσαι μόνος, σ’ αρπάζει από τ’ αυτί και βρίσκεις το δάσκαλό σου. Τουλάχιστον έτσι συμβαίνει στην περίπτωσή μου, υπάρχουν τραγούδια που ξεκλειδώνουν αναμνήσεις, ζωγραφίζουν χαμόγελα, ελευθερώνουν δάκρυα, απλώνουν τα χέρια και στριφογυρίζουν ρυθμικά τα πόδια.

Δεν γράφονται πια τέτοια τραγούδια. Δεν γράφονται τραγούδια για να σημαδέψουν στιγμές, να χαράξουν αναμνήσεις, να αλλάξουν διαθέσεις, να τα ερωτευτείς, να τα τραγουδήσεις, να τα πάρεις μαζί σου βόλτα. Σουξεδάκια για κατανάλωση σκαρώνονται με το κιλό πάνω σε φόρμες σούπερ μάρκετ. Φταίνε –λένε οι γνωρίζοντες– οι εταιρίες, φταίνε –λένε οι ειδήμονες– οι λίστες των σταθμών, φταίει –λέει ο φίλος μου ο Φώντας– η πειρατεία. Φταίει ο κακός μας ο καιρός –αυτό εκτός από μένα το λένε και μερικοί άλλοι όπως ο Μήτσος στο περίπτερο. Ότι και να φταίει μου λείπουν οι τραγουδοποιοί που με μεγάλωσαν. Ο Σαββόπουλος, ο Παπάζογλου, ο Μαχαιρίτας, ο Μάλαμας, ο Περίδης, οι Κατσιμιχαίοι. Μεγάλωσαν ίσως κι αυτοί…

Απ’ αυτούς που μ’ αρέσουν, ο Πορτοκάλογλου το παλεύει πάνω στη στροφή. Ο Ιωαννίδης έριξε μια λυτρωτική Νεροποντή και χάθηκε, κάπως έτσι κι ο Θαλασσινός. Ο Μικρούτσικος ετοιμάζει την εκατοστή εβδομηκοστή ένατη διασκευή του Σταυρού του Νότου. Αμφότεροι οι Παπακωνσταντίνου αλλού. Η Αρβανιτάκη τι είπες; Οι πιο πολλοί αρκούνται σε επανεκδόσεις, ζωντανές ηχογραφήσεις και επαναλήψεις, καλά…Μια ματιά στις κυκλοφορίες των εταιριών φτάνει για να δεις πού πάει το πράγμα.

Βαρέθηκα ν’ ακούω και να ξανακούω τα ίδια τραγούδια σε άλλες εκτελέσεις. Δεν αντέχω πια άλλες εκτελέσεις. Τα έχουν εκτελέσει όλα. Θέλω τον Τσιτσάνη όπως τον τραγούδησε η Νίνου και το θολωμένο μυαλό του Άκη Πάνου από τον Καζατζίδη, τέλος. Θέλω τον Άξιο και μοναδικό Θοδωράκη όπως τον ερμήνευσε ο Μπιθικώτσης. Θέλω το Χατζηδάκη όπως τον αισθάνθηκε η Μούσχουρη. Θέλω τον Πλέσσα όπως τον άγγιξε ο Πουλόπουλος. Θέλω το Λοΐζο όπως τον θυμάται η Χαρούλα. Θέλω τον Κουγιουμτζή όπως τον ανέβασε στα ψηλά τα παραθύρια ο Νταλάρας. Θέλω τη Νταλίκα του Μούτση από τη φωνή της Σωτηρίας. Θέλω αυτό που μας ενώνει να το βρω με τη φωνή του Μπάμπη του Στόκα. Θέλω…

Τώρα κάθε «μαγαζί» που σέβεται τον εαυτό του, είτε μπουζουξίδικο λέγεται, είτε ταβέρνα με πρόγραμμα, είτε ταβέρνα σκέτη, είτε μουσική σκηνή, είτε μπαρ κ.λπ. κ.λπ. στηρίζει το πρόγραμμά του στα οικεία ακούσματα από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 μέχρι τις παρυφές –με το ζόρι– του 2000. Δεν μ’ ενδιαφέρει πού μπορεί να βγάλει αυτό, δεν μ’ ενδιαφέρει αν θα βγουν άλλα τέτοια τραγούδια. Μου φτάνει που υπάρχουν αυτά. Πιστεύω πως οι καιροί δεν εμπνέουν πια. Ότι γράφτηκε το ’60 και το ΄70 γράφτηκε, ότι μας ξεσήκωσε το ’80 και το ’90 συνεχίζει να μας ξεσηκώνει. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, το τέλος του ελληνικού τραγουδιού, ούτε είναι νομοτέλεια επειδή το λέω εγώ, αλλά τραγούδια που θα αντέξουν στο χρόνο και θα συντροφεύουν για χρόνια τις παρέες και τους μόνους δύσκολα θα υπάρξουν.

Μην μου πεις για καλύτερα ή χειρότερα, μόνο άκου κι έλπιζε…