Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

ΜΕΤΕΩΡΟ ΦΟΡΤΙΟ


Όταν είμαι χαρούμενος μου έρχονται εικόνες στο μυαλό. Όταν είμαι χαρούμενος κάθε εικόνα είναι μια αφορμή. Όταν είμαι χαρούμενος κάθε άκουσμα είναι ένα ερέθισμα. Είμαι χαρούμενος που είμαι χαρούμενος, όμως όταν είμαι χαρούμενος μου βγαίνει μελαγχολία. «Η ιστορία με το χαρτοκούτι μου άρεσε περισσότερο από όλες» διάβασα κι ο ανύποπτος συγγραφέας του «BOHEME», πού να ’ξερε τότε που το ‘γραφε, ότι ανέφερε τη λέξη που θα ήτανε απόψε το κλειδί. Το «χαρτοκούτι» σήκωσε τα μάτια μου απ’ τη σελίδα 176. Η βραδιά έχωνε στην αγκαλιά της σιγά-σιγά το χειμωνιάτικο απόγευμα. Σηκώθηκα κι εγώ. Μέχρι να φορτώσει το πισί λέξεις ανακατεμένες με εικόνες που σαν σε παζλ σχηματίζονταν κι αδημονούσαν να παίξουν. Βιάζονταν να ταξιδέψουν κάνοντας μελαγχολικό το μισοσκόταδο πίσω απ’ το μπλε φως της οθόνης. Αγγίζω δισταχτικά τα πλήκτρα.
Παρατημένες χαρτόκουτες οι σκέψεις
στο πάτωμα
νωπές ακόμα οι υγρές πατημασιές σου
στο νου
ακολουθούν –τρελές– τρεκλίζοντας
στα μάτια
πριν να λυθούν βουβά πικρές σταγόνες
στα χείλη
λέξεις που μένουν μετέωρο φορτίο
στο μπουκάλι
άδειου μυαλού που μεταφέρει αναμνήσεις
Είμαι χαρούμενος κι όταν είμαι χαρούμενος μου έρχονται εικόνες στο μυαλό. Όταν είμαι χαρούμενος κάθε εικόνα είναι μια αφορμή. Όταν είμαι χαρούμενος κάθε άκουσμα είναι ένα ερέθισμα. Είμαι χαρούμενος που είμαι χαρούμενος, όμως όταν είμαι χαρούμενος μου βγαίνει μελαγχολία. Ξανά και ξανά γράφω απ’ την αρχή, σαν την πρώτη φορά. Δεν κολλάω. Κοροϊδεύω το δεξί κλικ του «ποντικιού». Όταν είμαι χαρούμενος μ’ αρέσει ν’ αποφεύγω τα συνηθισμένα. Όταν είμαι χαρούμενος μ’ αρέσει να το ξέρεις. Είναι αυτό που μπορώ και θέλω να σου χαρίσω. Ένα πλατύ χαμόγελο μπροστά σε λέξεις που κύλησαν ως τις άκρες των δαχτύλων αψηφώντας της μελαγχολίας τ’ αποτυπώματα.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

ΑΛΛΑΞ' Ο ΚΑΙΡΟΣ


Σαν γνώριμος από παλιά μου φαίνεται ο καιρός του τόπου μας. Ο χρόνος που άλλαξε, άλλαξε μόνο τη σειρά που κουβαλάει τα μηδενικά, 2009, 2010. Για παρηγοριά στεκόμαστε στο λήγοντα, στο «10» –κάποιοι το βάφτισαν πρόωρα «καλό». Έπαψαν κι οι χρονολογίες από μόνες τους να κινητοποιούν συνειρμούς και να εξάπτουν φαντασιώσεις. Τα χρόνια που νομίζαμε ορόσημα έχουν μείνει δραματικά πίσω κι αυτά που καταφθάνουν –λες και το γνωρίζουν προκαταβολικά– έρχονται όχι μόνο μ’ άδεια χέρια, αλλά και με μονίμως απλωμένα, έχοντας ανοιχτές τις παλάμες, πότε διακονιάρικα και πότε αυθάδικα, πότε να μας τα πάρουν, πότε να μας φασκελώσουν, πότε και τα δυο μαζί.
Δεν ξέρω γιατί μου έρχονται αυτές οι σκέψεις στο νου. Ίσως γιατί το άγνωστο και το αβέβαιο έχουν γίνει περισσότερο από ποτέ άγνωστο και αβέβαια. Ίσως γιατί ο χρόνος σε κάθε χρονική στιγμή ή περίοδο έχει διαφορετικό ειδικό βάρος, αξία και περιεχόμενο. Ίσως γιατί έχουν γίνει δυσεύρετα τα ευχάριστα νέα κι οι ελπιδοφόρες ειδήσεις. Ίσως γιατί δεν πρόλαβα ν’ αποσύρω τ’ αυτοκίνητο ή να νομιμοποιήσω τον ημιυπαίθριο. Ίσως γιατί έχασε ο Ολυμπιακός. Ίσως…
Μικρές καθημερινές απώλειες, ανεπαίσθητες φθορές, αδιόρατες συρρικνώσεις. Όσο ο χρόνος μεγαλώνει ο καιρός αρκείται με μονότονη ραθυμία σε γνώριμες βολές και συνήθειες. Τα πρόσωπα γύρω λιγοστεύουν, οι σχέσεις ως εκ θαύματος σχετικοποιούνται, οι λέξεις φλύαρα χάνουν το νόημά τους, οι ομόκεντροι κύκλοι ζωής γίνονται προβλέψιμοι, χαλαρότεροι, αχνότεροι.
Μεγάλες της μέρας στιγμές, μια αγουροξυπνημένη «καλημέρα», μια γουλιά ζεστός καφές, ένα βιαστικό σπουργιτίσιο φτερούγισμα, η μυρωδιά του σπιτικού φαγητού, δυο νέοι που φιλιούνται με πάθος, μια ξαφνική μπόρα, ένα παιδικό γέλιο, η αστροφεγγιά που γεμίζει τη χειμωνιάτικη παγωνιά με όνειρα καλοκαιρίας, προσπερνούν τα μάτια και ξεφεύγουν απ’ τους αισθητήρες της ψυχής αφήνοντας πίσω τους μελαγχολικές εικόνες παρελθόντος.
Ανοίγω το παράθυρο, η πρωινή δροσιά ξυπνά τ’ ανατριχιασμένα μου κύτταρα κι ο κρύος αέρας αναστατώνει τους κουρασμένους πνεύμονες, που αντιδρούν μ’ έναν ξερό βήχα. Τα μάτια μου τρέχουν με το που κλείνουν τα τσίνορα. Γυρίζω το κουμπί, αλλάζω σταθμό, αλλάζω κατεύθυνση, αλλάζω διάθεση, αλλάζω μέρα, αλλάζω ζωή.
Ο ήλιος αντανακλά θαμπά στην απέναντι τζαμαρία. Αφήνομαι να με ημερέψει το πολύτιμο χάδι του, ο χρόνος παραστέκει χαζογελώντας παιχνιδιάρικα κι ο καιρός –αυτός ο γνώριμος και προβλέψιμος συνταξιδιώτης– δείχνει τώρα τόσο διαθέσιμος κι ελκυστικός για νέες καθημερινές εξερευνήσεις και συναρπαστικές ολοζώντανες περιπέτειες.