Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Ο ΜΕΣΤΟΥΣΗΣ

Δεν σας έχω μιλήσει για τη Χίο. Μόνο σκόρπιες αναφορές έχω κάνει και τίποτε περισσότερο. Σήμερα, λοιπόν, θα σας μιλήσω για τον Μιχάλη απ’ τα Μεστά, κι είναι σαν να σας μιλάω για τη Χίο, τη Χίο μου. Ναι, οι τόποι έχουν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων τους, των ανθρώπων που αφήνουν τις πατημασιές τους στο ηλιοκαμένο χώμα και στα κακοτράχαλα μονοπάτια τους, ποτίζονται από την αρμύρα της θάλασσας, ερωτοτροπούν με τη βροχή και ραίνονται με άνθη μηλιάς ή κερασιάς, ανακατεύουν τις μυρωδιές και τις μπερδεύουν με συναισθήματα, διηγούνται απόκοσμες ιστορίες ή πλάθουν παράξενους μύθους, ξυπνούν και κοιμούνται κάτω απ’ τον ουρανό τους, γεννιούνται και πεθαίνουν εκεί. Αυτή είναι άλλωστε, όπως νομίζω, κι η διαφορά των «τόπων» από τις «πόλεις». Οι τόποι είναι οι ρίζες, τα γεννοφάσκια, οι αφετηρίες, αυτό που υπήρχε και θα υπάρχει ανεξάρτητα από ανθρώπους, ενώ οι πόλεις είναι οι συμβατικές διαδρομές ανθρώπων, που δημιουργούνται και χάνονται από τις ανάγκες, τις συγκυρίες, τις σκοπιμότητες.

Ο Τζώνη και το τζιπ του, έκαναν τις καλοκαιρινές συνήθως διαδρομές τους συνοδεία μπουζουκιού από τον Μιχάλη, μόλις η σούμα είχε ποτίσει καλά-καλά τον ουρανίσκο και το λαρύγγι φλεγόταν όχι θαρρείς σε κάθε γουλιά, αλλά πιο πολύ από τα χαχανητά, όπως ξετυλίγονταν οι γεμάτες παράφωνες κορώνες ερωτικές περιπέτειες του αμερικάνου καρδιοκατακτητή.


Στα Νοτιόχωρα ή Μαστιχοχώρια βρισκόμασταν συνήθως καλοκαίρι. Τα Μεστά, το Πυργί, τα Μαύρα Βόλια, η Κώμη, ο Εμποριός, αλλά και τα Νένητα, η Κοινή κι η Καλαμωτή, ήταν οι συχνότερες αναφορές μας, μια για κανένα φρούτο, μια για την καθιερωμένη εφημερίδα, μια για τον παραδοσιακό… φραπέ, μια για κάποιο τοπικό πανηγύρι και πάει λέγοντας. Τα ουζάκια –αν ξεφεύγαμε απ’ το Λιβάδι και τον… Καράμπελα– στο Λιθί, την Αγία Ειρήνη ή στον Λιμένα, στου Φραδελάκη ή του Παπαμιχαλάκη. Το μπάνιο και το ψάρεμα όμως είχαν αποκλειστικότητα: Διδύμα. Και μη βιαστείτε –όσοι γνώστες– να πείτε πως δεν έχει θάλασσα στη Μέσα –ή στην ΈξωΔιδύμα. Η δική μας Διδύμα έχει και παραέχει κι είναι ο κολπίσκος αμέσως μετά τον Λιμένα των Μεστών στο δρόμο προς Ελάτα και κοιτά απέναντι τη Βολισσό, τα Λημνιά και τη Σιδηρούντα.


Παρθένο μέρος πριν είκοσι χρόνια. Με ένα-δυο αρμυρίκια σε κάποιες άκρες των εγκαταλελειμμένων χωραφιών κι αμπελιών. Σε κάποιο απ’ αυτά –κάτω απ’ το Αυγουστιάτικο λιοπύρι– μας έβγαλε ο Μιχάλης τους πιο αυγομένους αχινούς που είχα γευτεί ως τότε και με το αγγούρι και τη ντομάτα πάνω στην καρό πετσέτα, το τυρί στο χέρι και το ζαμπονάκι για συμπλήρωμα, αντιλάλησαν –ντάλα μεσημέρι– οι ιστορίες του Τζώνη στην απέναντι καταπράσινη από τα πεύκα πλαγιά, τρεκλίζοντας τις μεθυσμένες μας νότες από την ανέρωτη Απαλαρίνα.


Ύστερα το στενό μονοπάτι έγινε με τη φροντίδα του κυρ Αλέκου χωματόδρομος κι η παλιά πετρόχτιστη βότα ξαναζωντάνεψε από τα μαστορικά χέρια του Ηλία του Φορμόζου.


Όταν ξεκινούσε να έρθει για παρέα κάποια βράδια το ξεχωρίζαμε μόλις το τρίκυκλο αγροτικό του έπιανε τη στροφή ψηλά στην πλαγιά, ο χαρακτηριστικός του θόρυβος κονιορτοποιούσε για λίγα λεπτά την απόλυτη γαλήνη της βραδιάς. Βαστούσε πάντα φρέσκα ψάρια –από το περίσσευμα της καλής του της καρδιάς– κεφάλους και λαυράκια, που πιο μεγάλα δεν έχω ξαναδεί από τότε. Για πότε γινόταν η στενή βεράντα σκούνα που μας σεργιάνιζε στα πεντακάθαρα νερά του Αιγαίου, μόνο το φεγγάρι το καταλάβαινε. Τα φώτα της Βολισσού απ’ αντίκρυ λαμπύριζαν παράξενα όσο προχωρούσε η ώρα κι ο Τζώνυ ήταν έτοιμος –για μια ακόμα φορά– να παραδοθεί –μαζί με μας που είχαμε παραδοθεί στη μέθη της σούμας– στο λάγνο βλέμμα μιας άγνωστης νεαρής μεξικάνας.


Ετοίμαζε από καιρό τη μικρή ξύλινη βαρκούλα που μας δάνειζε για το ερασιτεχνικό μας ψάρεμα. Τι κουπί είχα τραβήξει, κάλλους έβγαζαν οι άψητες παλάμες μου! Κι εκτός από τους χάνους –που τους είχαμε ταράξει με την καθετή– θα μου μείνει αξέχαστη η φορά που, κωπηλατώντας τη από τον Λιμένα προς την παραλία μας, έπιασε τέτοια θάλασσα έξω απ’ το λιμάνι, που, μέχρι να καβατζάρουμε στο διπλανό κολπίσκο της Διδύμας, έλεγα –μια ανάσα από τα άγρια θαλασσοδαρμένα απόκοσμα βράχια– ότι δεν θα κατάφερνα με τίποτα να ξαναπατήσω στη στεριά!...


Μια ζωή ζυμωμένος με τη θάλασσα, παλιός ναυτικός, μα, είχε περάσει από χίλια δυο επαγγέλματα. Ηλιοκαμένος και ξερακιανός με τραχιές και δουλεμένες σκληρά παλάμες, έσφιγγε με λατρεία το μπουζούκι στην αγκαλιά του σαν μωρό, σαν βρέφος που το χαϊδεύεις τρυφερά κι αυτό παραδίνεται στο χάδι απαντώντας μ’ ένα γλυκό μονότονο ρονρόρισμα. Η φωνή του ζεστή και αντρίκια έσβηνε στα ξερά χείλη του, μόλις αναδυόταν εκείνο το τόσο εγκάρδιο και πηγαίο χαμόγελό του. Οι κινήσεις του χαρακτηριστικές, εκφραστικός και παραστατικός για ό,τι κι αν σου μιλούσε, από τις ιστορίες στα καράβια μέχρι το τάβλι. Αχ, αυτό το τάβλι, θα μπορούσε να παίζει όλη τη νύχτα μέχρι το –παλιό– «Νήσος Χίος» να φτάσει στο λιμάνι της Χώρας!... Μεστούσης.
Τον θυμήθηκα με νοσταλγία χτες βράδυ, ώρες που η συγκίνηση για κάποιον άλλο Μεστούση που χάθηκε πρόωρα φόρτιζε την ατμόσφαιρα, εκτοπίζοντας αιφνίδια το ευχάριστο και γιορταστικό κλίμα των ημερών.


Είμαι βέβαιος, ότι οι ιστορίες του Τζώνη θα ακούγονται και πάλι κάπου εκεί ψηλά, καθώς τα ποτήρια με τη σούμα θα υψώνονται απ’ τα ξαδέρφια που ξανάσμιξαν –όπως τότε στον τόπο τους– μαζί με τα πειράγματα, τα γέλια και τα χωρατά, που θα μας κάνουν εδώ στην πόλη να νομίζουμε, πως πιο εύκολα μπορούμε την πίκρα και τον πόνο να βαστάξουμε.

8 σχόλια:

  1. ... ένας ακόμη λόγος να πάω στη Χίο ...
    ... να 'σαι καλά Βαγγέλη ...
    ... έρρωσο ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεκαεπτάμιση μήνες στη ταξιαρχία της Χίου. (1987-1988).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @stavrosx1: Είναι πραγματικά πανέμορφη! Αξίζει!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @green: Λένε πως όποιος πάει στη Χίο φαντάρος φεύγει από 'κει γαμπρός!... Μάλλον τη γλύτωσες! Να 'σαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Γεια σου Βαγγέλη και καλό ξεκίνημα στο blogspot!
    Τρυφερό και άκρως συναισθηματικό κείμενο συνδεδεμένο με αναμνήσεις χρόνων..!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Όμορφα μας ταξίδεψες σε περασμένα καλοκαίρια,σε φιλίες, χαρές και λύπες. Καλή αρχή!
    Γιώτα και Βασίλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. @Βράχε καλωσόρισες! Σ' ευχαριστώ για τις εγκάρδιες ευχές!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. @melissa, που μιλάς τις φωνές αγαπημένων φίλων, συντροφιά μπορούμε να δώσουμε σε κάθε τι την ομορφιά και την ουσία που φανερώνει η ζωή!

    ΑπάντησηΔιαγραφή