Αυτή η αίσθηση μ’ έκανε κάθε φορά ν’ αναζητάω πρωτότυπες ιδέες και ξεχωριστά σασπένς για να εντυπωσιάσω και να ευχαριστήσω τους καλεσμένους –αλλά και τους απρόσκλητους– φίλους, γνωστούς και συμμαθητές. Λύσεις απλές κι ανεπιτήδευτες, γεμάτες με το μεράκι τη φαντασία και τον ενθουσιασμό της ηλικίας. Πότε τα πορτρέτα του «ΦΑΝΤΑΖΙΟ» επιστρατεύονταν, πότε χρωματισμένα πλαστικά μπουκάλια από γάλα κρέμονταν απ’ το ταβάνι, πότε μπαλόνια και γιρλάντες από τοίχο σε τοίχο και πότε αυτοσχέδιες αφίσες με συνθήματα έδιναν γιορταστικό χρώμα στη βραδιά, που –απαραιτήτως– αποχτούσε μοναδική ψυχεδέλεια κι από τις ρυθμικές αναλαμπές του φωτορυθμικού.
Αν το πριν είχε τη γοητεία της αναμονής και την ένταση της προετοιμασίας, ανήμερα το βράδυ γινόταν κάθε φορά ο χαμός. Αγόρια και κορίτσια με τη συστολή –στην αρχή– και την αμηχανία στις κινήσεις, απελευθέρωναν όλη τους την ενέργεια και τη θέρμη και με την ανυπόκριτη τρυφερότητα κι αγάπη τους, μ’ έκαναν να νοιώθω δημιουργός σε κάποιες απ’ τις πιο σημαντικές βραδιές τους. Η θέση του ντιτζέι –με δισκάκια ρεφενέ– αποτελούσε σχεδόν πάντα το μήλον της έριδος μεταξύ του Πάνου και του Νίκου. Απ’ την άλλη, η πληθωρική Σούλα πάντα εύρισκε τον τρόπο ν’ αποτελεί το μήλον της έριδος για όλα τ’ αρσενικά του πάρτι. Πού χωρούσαν τόσοι άνθρωποι ήταν απορίας άξιο –η λέξη «συνωστισμός» τότε νομίζω ανακαλύφθηκε– αφού παρά το παραμέρισμα των επίπλων και την υποτυπώδη διαμόρφωση του χώρου, το διαμέρισμα εξακολουθούσε να είναι στενό για τις ανάγκες της βραδιάς. Το λιγοστό βερμούτ έλυνε τον κόμπο και δρόσιζε όπως-όπως τα άμαθα λαρύγγια μας, ξεκολλώντας τα απ’ την κάψα του σέικ και της κάπνας. Μόλις «έπεφτε» –μαζί με το φωτισμό– ο Christophe στο πικάπ η αδρεναλίνη χτύπαγε κόκκινο κι η καρδιά χίλιες φορές το δευτερόλεπτο. Μπλουζ! Όλες οι αισθήσεις σε επιφυλακή κι ο άγουρος ερωτισμός στην κορύφωσή του.
Τα περισσότερα κορίτσια που τότε λαχταρούσαμε να τα κρατήσουμε έστω για ένα μπλουζ στην αγκαλιά μας, έχουν χορέψει με άλλους συντρόφους πια το χορό του Ησαΐα, ενώ ο Πάνος, ο Νίκος κι οι άλλοι φίλοι σκόρπισαν στων καιρών το φυλλορρόημα και στης ζωής τις διαδρομές. Το ουίσκι –πλέον– ρέει άφθονο, όπως συναθροιζόμαστε σε βολικά κι ευρύχωρα σαλόνια με μεζέδες, λιχουδιές και καθώς πρέπει δώρα κι ο κόμπος που μου πνίγει τελευταία το λαιμό ανήμερα του Ευαγγελισμού, ξεγελιέμαι πως είν’ απ’ την –επί τούτου– καινούργια μου γραβάτα.
Αν το πριν είχε τη γοητεία της αναμονής και την ένταση της προετοιμασίας, ανήμερα το βράδυ γινόταν κάθε φορά ο χαμός. Αγόρια και κορίτσια με τη συστολή –στην αρχή– και την αμηχανία στις κινήσεις, απελευθέρωναν όλη τους την ενέργεια και τη θέρμη και με την ανυπόκριτη τρυφερότητα κι αγάπη τους, μ’ έκαναν να νοιώθω δημιουργός σε κάποιες απ’ τις πιο σημαντικές βραδιές τους. Η θέση του ντιτζέι –με δισκάκια ρεφενέ– αποτελούσε σχεδόν πάντα το μήλον της έριδος μεταξύ του Πάνου και του Νίκου. Απ’ την άλλη, η πληθωρική Σούλα πάντα εύρισκε τον τρόπο ν’ αποτελεί το μήλον της έριδος για όλα τ’ αρσενικά του πάρτι. Πού χωρούσαν τόσοι άνθρωποι ήταν απορίας άξιο –η λέξη «συνωστισμός» τότε νομίζω ανακαλύφθηκε– αφού παρά το παραμέρισμα των επίπλων και την υποτυπώδη διαμόρφωση του χώρου, το διαμέρισμα εξακολουθούσε να είναι στενό για τις ανάγκες της βραδιάς. Το λιγοστό βερμούτ έλυνε τον κόμπο και δρόσιζε όπως-όπως τα άμαθα λαρύγγια μας, ξεκολλώντας τα απ’ την κάψα του σέικ και της κάπνας. Μόλις «έπεφτε» –μαζί με το φωτισμό– ο Christophe στο πικάπ η αδρεναλίνη χτύπαγε κόκκινο κι η καρδιά χίλιες φορές το δευτερόλεπτο. Μπλουζ! Όλες οι αισθήσεις σε επιφυλακή κι ο άγουρος ερωτισμός στην κορύφωσή του.
Τα περισσότερα κορίτσια που τότε λαχταρούσαμε να τα κρατήσουμε έστω για ένα μπλουζ στην αγκαλιά μας, έχουν χορέψει με άλλους συντρόφους πια το χορό του Ησαΐα, ενώ ο Πάνος, ο Νίκος κι οι άλλοι φίλοι σκόρπισαν στων καιρών το φυλλορρόημα και στης ζωής τις διαδρομές. Το ουίσκι –πλέον– ρέει άφθονο, όπως συναθροιζόμαστε σε βολικά κι ευρύχωρα σαλόνια με μεζέδες, λιχουδιές και καθώς πρέπει δώρα κι ο κόμπος που μου πνίγει τελευταία το λαιμό ανήμερα του Ευαγγελισμού, ξεγελιέμαι πως είν’ απ’ την –επί τούτου– καινούργια μου γραβάτα.