Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΜΝΗΜΕΣ ΜΕΣΑ ΑΠ' ΤΗ ΝΤΟΥΛΑΠΑ

Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Σ’ αυτή την ειλικρίνεια στηρίζεται, θαρρώ, κι η μεταξύ μας εμπιστοσύνη. Ψάχνομαι. Θέλω να σου μιλήσω, αλλά αισθάνομαι κι έναν κόμπο. Λέω απ’ τη μια, ότι όλα θα πάνε καλά και πάω να σκάσω ένα χαμόγελο, το μετανιώνω μονομιάς και ξαναγυρίζω στη μελαγχολία μου.

Αυτές οι συναισθηματικές μεταπτώσεις –ίδιες κενά αέρος, που σου αδειάζουν, λες, το στομάχι– με κρατούν προσδεδεμένο σε μια συστολή, σε μια επιφυλακτικότητα, σε μια παρατεταμένη άμυνα. Απ’ την άλλη η ανθρώπινη ανάγκη μου να μοιραστώ, να αφεθώ, να βρεθώ.

Κατέβασα το παλτό το πρωί, το γκρι. Δεν χρειάζεται και πολύ σκέψη, πως ανάμεσα στα μάρμαρα και τα κάτω απ’ τα κυπαρίσσια η πρωινή παγωνιά θα είναι τσουχτερή, ιδίως μετά το κύμα ψύχους του περασμένου διήμερου. Η σπουδή συγγενών και φίλων να χωρέσουν στο μικρό παρεκκλήσι το επιβεβαίωσε.

Του άρεσε το διάβασμα κι όσους ήξερε για το «ψώνιο» μας με το γράψιμο –το σόι βλέπεις είχε κάμποσους από δαύτους– μας ρωτούσε μ’ ανυπόκριτο ενδιαφέρον για τι νέο ετοιμάζουμε.

Σαράντα τόσες μέρες πια από τότε και σχεδόν έξι μήνες από τότε που του είχα αναφέρει για πρώτη –και τελευταία– φορά αυτό που ετοιμάζω, όλα κυλάνε με το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι, με την ίδια συστολή, με την ίδια επιφυλακτικότητα. Η άμυνα αγνοώ αν υπάρχει πια, εφόσον τα χτυπήματα δεν περιορίζονται πια μόνο πάνω απ’ τη ζώνη.

Πίσω απ’ το σκούρο γκρι, στο βάθος της ντουλάπας, διέκρινα έναν άλλον όγκο, γκρι ήταν κι αυτός. Δεν χρειάστηκε και πολύ σκέψη, άπλωσα με υπερένταση και συνάμα φροντίδα το χέρι. Ο στιγμιαίος μεταλλικός ήχος κάτω απ’ τη θήκη επιβεβαίωσε το περιεχόμενο.

Μαθητής Γυμνασίου. Δεν μου άρεσε το διάβασμα και με την πρώτη ευκαιρία κατέφευγα σ’ αυτήν για να ξεφύγω. Ποτέ δεν την έμαθα καλά. Πάντοτε όμως έδειχνε κατανόηση και υπομονή στα φάλτσα και στις παραφωνίες μου. Μου έδινε αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Μ’ έκανε να αισθάνομαι όμορφα σαν την κρατούσα στην αγκαλιά μου και να χαρίζω τραγουδιστά κάτι απ’ αυτή την ομορφιά και στους γύρω μου.

Τριάντα και πλέον χρόνια από τότε που χάδεψα στις χορδές της τις τελευταίες συγχορδίες κι έτρεξαν τα δάχτυλά μου ανάμεσα στα τάστα της. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου, αλλά το σφίξιμο στο στομάχι ήταν από την ένταση της στιγμής, η συστολή από τη θύμηση να τοποθετήσω σωστά το δάχτυλο για τους «μπαρέδες», η επιφυλακτικότητα μην τύχη και της κάνω ζημιά.

Άμυνα μεταξύ μας δεν υπήρχε, μόνο η ζωή που επιθετικά μας καλούσε να τραβήξουμε τους ρυθμούς της, με ζωντάνια, με αισιοδοξία και με τη φρεσκάδα και την ορμή μιας άγουρης εφηβείας, που κρατούσε στην αγκαλιά της –εκτός απ’ την εξάχορδη– και τα ζεστά ακόμα σπάργανα της μεταπολίτευσης.

2 σχόλια:

  1. Όλα καλά θα πάνε....
    Όπως πάντα....
    Όλα εκεί που τα πάμε πάνε...
    Δρόμο καλό...
    Σε όλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @Φοράδα μου σ' ευχαριστώ για την ενθάρρυνση και τις ευχές! Τρέχω είναι η αλήθεια κι ελπίζω να είναι όλα καλά! Η αρχή πάντως είναι καλή, ελπίζω και η συνέχεια!...

    ΑπάντησηΔιαγραφή