
Όλες τις εικόνες που έπλαθα εκείνες τις ώρες στο μυαλό μου, ερχόντουσαν να τις συμπληρώσουν παραστάσεις και εικόνες από άλλες ώρες, ατέλειωτες –Κυριακές και γιορτές συνήθως– ανάμεσα σε πρόσωπα οικεία, που το καθένα στο μεταξύ είχε χαράξει τη ρότα της ζωής του. Ποτέ δεν τους συνάντησα όλους μαζί. Κανένας γάμος ή καμιά γιορτή δε στάθηκε ικανή να τους τραβήξει και να τους σμίξει να πιουν οικογενειακά ένα ποτήρι κρασί. Ήταν κι οι συνθήκες ανάποδες και δύσκολες, ήταν κι οι άνθρωποι.
Το κορίτσι βρέθηκε νωρίς - νωρίς στη Γερμανία. Πρώτη Δημοτικού πήγαινα όταν ο θείος –που στο μεταξύ είχε φύγει πρώτος– τους κάλεσε όλους κοντά του, τη θεία και τα ξαδέρφια μου, το Γιάννη, τη Στέλλα. Άφησαν πίσω όλους τους φίλους, όλη τους την πίκρα κι ένα ποδήλατο, που το ζαχάρωνα χαζεύοντάς το πάνω σ’ ένα πανύψηλο για το μπόι μου πατάρι πάνω απ’ την κουζίνα.
Ο μεγαλύτερος, που από πάντα νόμιζα πως είχε άσπρα μαλλιά, αποτραβηγμένος με την οικογένειά του, βαρύς κι ακριβοθώρητος, δούλευε ιδιωτικός υπάλληλος. Δεν είχε πολλά - πολλά με τους άλλους, είχε όμως ο γιός του, ο Χρήστος, ένα ακορντεόν, που με λαχτάρα κρέμασα μια φορά στους ώμους για να διαπιστώσω μ’ απογοήτευση πως ήταν πιο μεγάλο κι απ’ το μπόι μου. Δεν θυμάμαι τότε τι τάξη πήγαινα.
Ο άλλος –δημοσιογράφος ήτανε– ατύχησε, βρέθηκε μ’ ένα παιδί, μα, τη θεία μου αυτή δεν τη γνώρισα ποτέ. Έλιωσε, νέος ακόμα, σαν το κερί απ’ τον ξορκισμένο πάνω στο κρεβάτι της γιαγιάς μου. Τετάρτη Δημοτικού πήγαινα κι η μάνα μου με φώναξε από την τάξη γιατί «ο θείος έφυγε». Το πανέμορφο ξανθό κορίτσι που γνώρισα στο στενό χωλ μπροστά από τη σάλα που πάγωνε νεκρική σιωπή, ήταν η κόρη του.
Ο μικρότερος έμενε μόνος –με το ίδιο γκρι κοστούμι– μια ζωή. Ολομόναχος από τότε που έχασε και τη μάνα του που ζούσαν μαζί. Εξαιτίας της γιαγιάς μου μαζί του είχα τις περισσότερες ευκαιρίες να συναντιέμαι, κάθε Κυριακή σχεδόν όσο πήγαινα στο Δημοτικό, ποτέ όμως δε συναντηθήκαμε, ποτέ δεν κοιταχτήκαμε, ποτέ δεν παίξαμε. Μόνο μια φορά θυμάμαι, ναι, μια φορά, Μεγάλη Πέμπτη, με πήγε σινεμά –δε θυμάμαι, ή στην «ΕΛΕΝΑ» ή στη «ΡΙΒΙΕΡΑ» ήτανε– για να δω τα πάθη του θεανθρώπου.
Ζωές και σχέσεις που σκόρπισαν στα γυρίσματα του χρόνου και των καιρών, που βρέθηκαν, πάλεψαν, πόνεσαν κι αγάπησαν, έκλαψαν κι ονειρεύτηκαν, που το μέλλον τους έγινε το παρόν μου, το παρόν μας και το παρόν των παιδιών μας. Ήρθαν στο νου μου τώρα που ακούω και διαβάζω να κατηγορούν και να βρίζουν τους Γερμανούς εξαιτίας του εξώφυλλου του focus. Δεν ξέρω, με τη Γερμανία με συνδέει μια γλυκόπικρη νοσταλγική διάθεση. Μια τρυφερή παιδική εικόνα που είναι βαθειά κρυμμένη μέσα στο μυαλό μου με χαμογελαστά πρόσωπα, όμορφα ρούχα, σπίτια με κήπο, μεγάλα αυτοκίνητα, δωμάτια με παιχνίδια. Ίσως είναι η εικόνα που έβγαινε μέσα από τις ασπρόμαυρες γυαλιστερές φωτογραφίες που έφταναν από το ‘Αιμπεκ μαζί μ’ όλα τα νέα από ‘κει, γραμμένα με τα ολοστρόγγυλα γράμματα της ξαδέρφης μου.
Μας αξίζει μια καλύτερη ζωή. Καλύτερη απ’ αυτή που έζησαν οι δικοί μας άνθρωποι, καλύτερη απ’ αυτή που αναζητούσαμε ως σήμερα για μας και τα παιδιά μας. Με τους εφιάλτες ενός κόσμου που στοιχειώνει μόνο τα δικά μας μυαλά, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι ν’ αποξενωνόμαστε, να χανόμαστε, να γινόμαστε εμείς και τα παιδιά μας μετανάστες μέσα στο ίδιο σπίτι, μέσα στην ίδια μας την πατρίδα. Ας δούμε αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας σαν μια ευκαιρία, ας αντιμετωπίσουμε αυτά τα άγρια διεθνή χαστούκια σαν ένα άγριο, οδυνηρό ξύπνημα από βαθιά μέθη. Μέθη, αλλοτρίωση, αποπροσανατολισμό. Ας πεισμώσουμε, ας ματώσουμε, ας προχωρήσουμε. Μπορούμε αυτό που μας αξίζει να το πετύχουμε. Αυτό το μέλλον, ας μην επιτρέψουμε με κραυγές, αναθέματα και μισαλλοδοξίες να σκορπίσει –όπως το μέλλον προηγούμενων γενιών– στο γύρισμα του χρόνου και των καιρών…