
Με μια εφημερίδα στο χέρι, από κολώνα σε κολώνα κι από ενοικιαστήριο σ’ ενοικιαστήριο. Οι εξετάσεις, τα μηχανογραφικά, οι βάσεις, τ’ αποτελέσματα, οι έννοιες κι οι συζητήσεις ενός ολόκληρου καλοκαιριού, εκτοπίζονται από την αγωνία να βρεθεί έστω μια γκαρσονιέρα της προκοπής, να στηθεί ένα υποφερτό νοικοκυριό, να τακτοποιηθεί το παιδί. Όλα ανακατεμένα με τη χαρά της επιτυχίας απ’ τη μια και τη συγκίνηση του αποχωρισμού απ’ την άλλη.
Οι νομοτέλειες της ζωής, που θέλουν τα παιδιά ν’ απομακρύνονται και ν’ ανοίγουν τα δικά τους φτερά με το πέρασμα του χρόνου, αντιμέτωπες με το συναίσθημα του γονιού και τη δύναμη της συνήθειας. Να τα ξυπνήσεις, να τα φροντίσεις, να τα διαβάσεις, να τα παίξεις και στο τέλος τα παίζεις εσύ διαπιστώνοντας πόσο ανώριμος, εγωιστής κι αλαζόνας είσαι.
Το «ξύπνα!» γίνεται «ξύπνησε;», το «τι θα φας;» γίνεται «έφαγε;», το «πού θα πας;» γίνεται «πήγε;», το «τι ώρα θα γυρίσεις;» γίνεται «γύρισε;» και πάει λέγοντας στο γαϊτανάκι της καθημερινότητας, που αλλάζει άρδην για την οικογένεια που το παιδί της πετυχαίνει σε σχολή εκτός των οικογενειακών τειχών.